ΞΕΡΩ
I know
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξέρω ξέρουμε, ξέρομε
ξέρεις ξέρετε
ξέρει ξέρουν(ε)
Imper
fect
ήξερα ξέραμε
ήξερες ξέρατε
ήξερε έξεραν, ξέραν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξέρω θα ξέρουμε, θα ξέρομε
θα ξέρεις θα ξέρετε
θα ξέρει θα ξέρουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να ξέρω να ξέρουμε, να ξέρομε
να ξέρεις να ξέρετε
να ξέρει να ξέρουν(ε)
Imper
ative
Pres ξέρε ξέρετε
Part
iciple
Pres ξέροντας