ΚΑΤΑΚΤΩ
I conquer
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κατακτάω, κατακτώ κατακτάμε, κατακτούμε κατακτιέμαι, κατακτώμαι κατακτιόμαστε, κατακτώμαστε, κατακτώμεθα
κατακτάς κατακτάτε κατακτιέσαι, κατακτάσαι κατακτιέστε, κατακτιόσαστε, κατακτάστε, κατακτάσθε
κατακτάει, κατακτά κατακτάν(ε), κατακτούν(ε) κατακτιέται, κατακτάται κατακτιούνται, κατακτιόνται, κατακτώνται
Imper
fect
κατακτούσα κατακτούσαμε κατακτιόμουν(α) κατακτιόμαστε, κατακτιόμασταν
κατακτούσες κατακτούσατε κατακτιόσουν(α) κατακτιόσαστε, κατακτιόσασταν
κατακτούσε κατακτούσαν(ε) κατακτιόταν(ε) κατακτιόνταν(ε), κατακτιούνταν, κατακτιόντουσαν
Aorist κατάκτησα, κατέκτησα κατακτήσαμε κατακτήθηκα κατακτηθήκαμε
κατάκτησες, κατέκτησες κατακτήσατε κατακτήθηκες κατακτηθήκατε
κατάκτησε, κατέκτησε κατάκτησαν, κατακτήσαν(ε), κατέκτησαν κατακτήθηκε κατακτήθηκαν, κατακτηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κατακτήσει
έχω κατακτημένο
έχουμε κατακτήσει
έχουμε κατακτημένο
έχω κατακτηθεί
είμαι κατακτημένος, -η
έχουμε κατακτηθεί
είμαστε κατακτημένοι, -ες
έχεις κατακτήσει
έχεις κατακτημένο
έχετε κατακτήσει
έχετε κατακτημένο
έχεις κατακτηθεί
είσαι κατακτημένος, -η
έχετε κατακτηθεί
είστε κατακτημένοι, -ες
έχει κατακτήσει
έχει κατακτημένο
έχουν κατακτήσει
έχουν κατακτημένο
έχει κατακτηθεί
είναι κατακτημένος, -η, -ο
έχουν κατακτηθεί
είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κατακτήσει
είχα κατακτημένο
είχαμε κατακτήσει
είχαμε κατακτημένο
είχα κατακτηθεί
ήμουν κατακτημένος, -η
είχαμε κατακτηθεί
ήμαστε κατακτημένοι, -ες
είχες κατακτήσει
είχες κατακτημένο
είχατε κατακτήσει
είχατε κατακτημένο
είχες κατακτηθεί
ήσουν κατακτημένος, -η
είχατε κατακτηθεί
ήσαστε κατακτημένοι, -ες
είχε κατακτήσει
είχε κατακτημένο
είχαν κατακτήσει
είχαν κατακτημένο
είχε κατακτηθεί
ήταν κατακτημένος, -η, -ο
είχαν κατακτηθεί
ήταν κατακτημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κατακτάω, θα κατακτώ θα κατακτάμε, θα κατακτούμε θα κατακτιέμαι, θα κατακτώμαι θα κατακτιόμαστε, θα κατακτόμαστε, θα κατακτώμεθα
θα κατακτάς θα κατακτάτε θα κατακτιέσαι, θα κατακτάσαι θα κατακτιέστε, θα κατακτιόσαστε, θα κατακτάστε, θα κατακτάσθε
θα κατακτάει, θα κατακτά θα κατακτάν(ε), θα κατακτούν(ε) θα κατακτιέται, θα κατακτάται θα κατακτιούνται, θα κατακτιόνται, θα κατακτώνται
Simp
Fut
θα κατακτήσω θα κατακτήσουμε, θα κατακτήσομε θα κατακτηθώ θα κατακτηθούμε
θα κατακτήσεις θα κατακτήσετε θα κατακτηθείς θα κατακτηθείτε
θα κατακτήσει θα κατακτήσουν(ε) θα κατακτηθεί θα κατακτηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κατακτήσει
θα έχω κατακτημένο
θα έχουμε κατακτήσει
θα έχουμε κατακτημένο
θα έχω κατακτηθεί
θα είμαι κατακτημένος, -η
θα έχουμε κατακτηθεί
θα είμαστε κατακτημένοι, -ες
θα έχεις κατακτήσει
θα έχεις κατακτημένο
θα έχετε κατακτήσει
θα έχετε κατακτημένο
θα έχεις κατακτηθεί
θα είσαι κατακτημένος, -η
θα έχετε κατακτηθεί
θα είστε κατακτημένοι, -ες
θα έχει κατακτήσει
θα έχει κατακτημένο
θα έχουν κατακτήσει
θα έχουν κατακτημένο
θα έχει κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένος, -η, -ο
θα έχουν κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κατακτάω, να κατακτώ να κατακτάμε, να κατακτούμε να κατακτιέμαι, να κατακτώμαι να κατακτιόμαστε, να κατακτόμαστε, να κατακτώμεθα
να κατακτάς να κατακτάτε να κατακτιέσαι, να κατακτάσαι να κατακτιέστε, να κατακτιόσαστε, να κατακτάστε, να κατακτάσθε
να κατακτάει, να κατακτά να κατακτάν(ε), να κατακτούν(ε) να κατακτιέται, να κατακτάται να κατακτιούνται, να κατακτιόνται, να κατακτώνται
Aorist να κατακτήσω να κατακτήσουμε, να κατακτήσομε να κατακτηθώ να κατακτηθούμε
να κατακτήσεις να κατακτήσετε να κατακτηθείς να κατακτηθείτε
να κατακτήσει να κατακτήσουν(ε) να κατακτηθεί να κατακτηθούν(ε)
Perf να έχω κατακτήσει
να έχω κατακτημένο
να έχουμε κατακτήσει
να έχουμε κατακτημένο
να έχω κατακτηθεί
να είμαι κατακτημένος, -η
να έχουμε κατακτηθεί
να είμαστε κατακτημένοι, -ες
να έχεις κατακτήσει
να έχεις κατακτημένο
να έχετε κατακτήσει
να έχετε κατακτημένο
να έχεις κατακτηθεί
να είσαι κατακτημένος, -η
να έχετε κατακτηθεί
να είστε κατακτημένοι, -η
να έχει κατακτήσει
να έχει κατακτημένο
να έχουν κατακτήσει
να έχουν κατακτημένο
να έχει κατακτηθεί
να είναι κατακτημένος, -η, -ο
να έχουν κατακτηθεί
να είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατάκτα, κατάκταγε κατακτάτε κατακτιέστε
Aorist κατάκτησε, κατάκτα κατακτήστε κατακτήσου κατακτηθείτε
Part
iciple
Pres κατακτώντας
Perf έχοντας κατακτήσει, έχοντας κατακτημένο κατακτημένος, -η, -ο κατακτημένοι, -ες, -α
Infin Aorist κατακτήσει κατακτηθεί