ΚΑΛΥΠΤΩ
I cover
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καλύπτω καλύπτουμε, καλύπτομε καλύπτομαι καλυπτόμαστε
καλύπτεις καλύπτετε καλύπτεσαι καλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτει καλύπτουν(ε) καλύπτεται καλύπτονται
Imper
fect
κάλυπτα καλύπταμε καλυπτόμουν(α) καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
κάλυπτες καλύπτατε καλυπτόσουν(α) καλυπτόσαστε
κάλυπτε κάλυπταν, καλύπταν(ε) καλυπτόταν(ε) καλύπτονταν
Aorist κάλυψα καλύψαμε καλύφθηκα, καλύφτηκα καλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε
κάλυψες καλύψατε καλύφθηκες, καλύφτηκες καλυφθήκατε, καλυφτήκατε
κάλυψε κάλυψαν, καλύψαν(ε) καλύφθηκε, καλύφτηκε καλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Per
fect
έχω καλύψει
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει
έχουμε καλυμμένο
έχω καλυφθεί
έχω καλυφτεί
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί
έχουμε καλυφτεί
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλύψει
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει
έχετε καλυμμένο
έχεις καλυφθεί
έχεις καλυφτεί
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί
έχετε καλυφτεί
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλύψει
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει
έχουν καλυμμένο
έχει καλυφθεί
έχει καλυφτεί
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθεί
έχουν καλυφτεί
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καλύψει
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει
είχαμε καλυμμένο
είχα καλυφθεί
είχα καλυφτεί
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί
είχαμε καλυφτεί
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλύψει
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει
είχατε καλυμμένο
είχες καλυφθεί
είχες καλυφτεί
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί
είχατε καλυφτεί
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλύψει
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει
είχαν καλυμμένο
είχε καλυφθεί
είχε καλυφτεί
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί
είχαν καλυφτεί
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καλύπτω θα καλύπτουμε, θα καλύπτομε θα καλύπτομαι θα καλυπτόμαστε
θα καλύπτεις θα καλύπτετε θα καλύπτεσαι θα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτει θα καλύπτουν(ε) θα καλύπτεται θα καλύπτονται
Simp
Fut
θα καλύψω θα καλύψουμε, θα καλύψομε θα καλυφθώ, θα καλυφτώ θα καλυφθούμε, θα καλυφτούμε
θα καλύψεις θα καλύψετε θα καλυφθείς, θα καλυφτείς θα καλυφθείτε, θα καλυφτείτε
θα καλύψει θα καλύψουν(ε) θα καλυφθεί, θα καλυφτεί θα καλυφθούν(ε), θα καλυφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καλύψει
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχω καλυφθεί
θα έχω καλυφτεί
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί
θα έχουμε καλυφτεί
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλύψει
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει
θα έχετε καλυμμένο
θα έχεις καλυφθεί
θα έχεις καλυφτεί
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί
θα έχετε καλυφτεί
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλύψει
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει
θα έχουν καλυμμένο
θα έχει καλυφθεί
θα έχει καλυφτεί
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί
θα έχουν καλυφτεί
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καλύπτω να καλύπτουμε, να καλύπτομε να καλύπτομαι να καλυπτόμαστε
να καλύπτεις να καλύπτετε να καλύπτεσαι να καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτει να καλύπτουν(ε) να καλύπτεται να καλύπτονται
Aorist να καλύψω να καλύψουμε, να καλύψομε να καλυφθώ, να καλυφτώ να καλυφθούμε, να καλυφτούμε
να καλύψεις να καλύψετε να καλυφθείς, να καλυφτείς να καλυφθείτε, να καλυφτείτε
να καλύψει να καλύψουν(ε) να καλυφθεί, να καλυφτεί να καλυφθούν(ε), να καλυφτούν(ε)
Perf να έχω καλύψει
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει
να έχουμε καλυμμένο
να έχω καλυφθεί
να έχω καλυφτεί
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί
να έχουμε καλυφτεί
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλύψει
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει
να έχετε καλυμμένο
να έχεις καλυφθεί
να έχεις καλυφτεί
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί
να έχετε καλυφτεί
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλύψει
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει
να έχουν καλυμμένο
να έχει καλυφθεί
να έχει καλυφτεί
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί
να έχουν καλυφτεί
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κάλυπτε καλύπτετε καλύπτεστε
Aorist καλύψε καλύψετε, καλύψτε καλύψου καλυφθείτε, καλυφτείτε
Part
iciple
Pres καλύπτοντας καλυπτόμενος
Perf έχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένο καλυμμένος, -η, -ο καλυμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καλύψει καλυφθεί, καλυπτεί