| ΙΣΟΣΚΕΛΙΖΩ I balance |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ισοσκελίζω | ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε | ισοσκελίζομαι | ισοσκελιζόμαστε |
| ισοσκελίζεις | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζεσαι | ισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε | ||
| ισοσκελίζει | ισοσκελίζουν(ε) | ισοσκελίζεται | ισοσκελίζονται | ||
| Imper fect |
ισοσκέλιζα | ισοσκελίζαμε | ισοσκελιζόμουν(α) | ισοσκελιζόμαστε, ισοσκελιζόμασταν | |
| ισοσκέλιζες | ισοσκελίζατε | ισοσκελιζόσουν(α) | ισοσκελιζόσαστε, ισοσκελιζόσασταν | ||
| ισοσκέλιζε | ισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε) | ισοσκελιζόταν(ε) | ισοσκελίζονταν, ισοσκελιζόντανε, ισοσκελιζόντουσαν | ||
| Aorist | ισοσκέλισα | ισοσκελίσαμε | ισοσκελίστηκα | ισοσκελιστήκαμε | |
| ισοσκέλισες | ισοσκελίσατε | ισοσκελίστηκες | ισοσκελιστήκατε | ||
| ισοσκέλισε | ισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε) | ισοσκελίστηκε | ισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω ισοσκελίσει έχω ισοσκελισμένο |
έχουμε ισοσκελίσει έχουμε ισοσκελισμένο |
έχω ισοσκελιστεί είμαι ισοσκελισμένος, -η |
έχουμε ισοσκελιστεί είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες |
|
| έχεις ισοσκελίσει έχεις ισοσκελισμένο |
έχετε ισοσκελίσει έχετε ισοσκελισμένο |
έχεις ισοσκελιστεί είσαι ισοσκελισμένος, -η |
έχετε ισοσκελιστεί είστε ισοσκελισμένοι, -ες |
||
| έχει ισοσκελίσει έχει ισοσκελισμένο |
έχουν ισοσκελίσει έχουν ισοσκελισμένο |
έχει ισοσκελιστεί είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο |
έχουν ισοσκελιστεί είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα ισοσκελίσει είχα ισοσκελισμένο |
είχαμε ισοσκελίσει είχαμε ισοσκελισμένο |
είχα ισοσκελιστεί ήμουν ισοσκελισμένος, -η |
είχαμε ισοσκελιστεί ήμαστε ισοσκελισμένοι, -ες |
|
| είχες ισοσκελίσει είχες ισοσκελισμένο |
είχατε ισοσκελίσει είχατε ισοσκελισμένο |
είχες ισοσκελιστεί ήσουν ισοσκελισμένος, -η |
είχατε ισοσκελιστεί ήσαστε ισοσκελισμένοι, -ες |
||
| είχε ισοσκελίσει είχε ισοσκελισμένο |
είχαν ισοσκελίσει είχαν ισοσκελισμένο |
είχε ισοσκελιστεί ήταν ισοσκελισμένος, -η, -ο |
είχαν ισοσκελιστεί ήταν ισοσκελισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα ισοσκελίζω | θα ισοσκελίζουμε, |
θα ισοσκελίζομαι | θα ισοσκελιζόμαστε | |
| θα ισοσκελίζεις | θα ισοσκελίζετε | θα ισοσκελίζεσαι | θα ισοσκελίζεστε, |
||
| θα ισοσκελίζει | θα ισοσκελίζουν(ε) | θα ισοσκελίζεται | θα ισοσκελίζονται | ||
| Simp Fut |
θα ισοσκελίσω | θα ισοσκελίσουμε, |
θα ισοσκελιστώ | θα ισοσκελιστούμε | |
| θα ισοσκελίσεις | θα ισοσκελίσετε | θα ισοσκελιστείς | θα ισοσκελιστείτε | ||
| θα ισοσκελίσει | θα ισοσκελίσουν(ε) | θα ισοσκελιστεί | θα ισοσκελιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ισοσκελίζω | να ισοσκελίζουμε, |
να ισοσκελίζομαι | να ισοσκελιζόμαστε |
| να ισοσκελίζεις | να ισοσκελίζετε | να ισοσκελίζεσαι | να ισοσκελίζεστε, |
||
| να ισοσκελίζει | να ισοσκελίζουν(ε) | να ισοσκελίζεται | να ισοσκελίζονται | ||
| Aorist | να ισοσκελίσω | να ισοσκελίσουμε, |
να ισοσκελιστώ | να ισοσκελιστούμε | |
| να ισοσκελίσεις | να ισοσκελίσετε | να ισοσκελιστείς | να ισοσκελιστείτε | ||
| να ισοσκελίσει | να ισοσκελίσουν(ε) | να ισοσκελιστεί | να ισοσκελιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω ισοσκελίσει |
να έχουμε ισοσκελίσει |
να έχω ισοσκελιστεί |
να έχουμε ισοσκελιστεί |
|
| να έχεις ισοσκελίσει |
να έχετε ισοσκελίσει |
να έχεις ισοσκελιστεί |
να έχετε ισοσκελιστεί |
||
| να έχει ισοσκελίσει |
να έχουν ισοσκελίσει |
να έχει ισοσκελιστεί |
να έχουν ισοσκελιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | ισοσκέλιζε | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζεστε | |
| Aorist | ισοσκέλισε | ισοσκελίστε | ισοσκελίσου | ισοσκελιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | ισοσκελίζοντας | ισοσκελιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας ισοσκελίσει, έχοντας ισοσκελισμένο | ισοσκελισμένος, -η, -ο | ισοσκελισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | ισοσκελίσει | ισοσκελιστεί | ||