ΗΡΕΜΩ
I calm
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ηρεμώ ηρεμούμε
ηρεμείς ηρεμείτε
ηρεμεί ηρεμούν(ε)
Imper
fect
ηρεμούσα ηρεμούσαμε
ηρεμούσες ηρεμούσατε
ηρεμούσε ηρεμούσαν(ε)
Aorist ηρέμησα ηρεμήσαμε
ηρέμησες ηρεμήσατε
ηρέμησε ηρέμησαν, ηρεμήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ηρεμήσει έχουμε ηρεμήσει
έχεις ηρεμήσει έχετε ηρεμήσει
έχει ηρεμήσει έχουν ηρεμήσει
Plu
perf
ect
είχα ηρεμήσει είχαμε ηρεμήσει
είχες ηρεμήσει είχατε ηρεμήσει
είχε ηρεμήσει είχαν ηρεμήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ηρεμώ θα ηρεμούμε
θα ηρεμείς θα ηρεμείτε
θα ηρεμεί θα ηρεμούν(ε)
Simp
Fut
θα ηρεμήσω θα ηρεμήσουμε
θα ηρεμήσεις θα ηρεμήσετε
θα ηρεμήσει θα ηρεμήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ηρεμήσει θα έχουμε ηρεμήσει
θα έχεις ηρεμήσει θα έχετε ηρεμήσει
θα έχει ηρεμήσει θα έχουν ηρεμήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ηρεμώ να ηρεμούμε
να ηρεμείς να ηρεμείτε
να ηρεμεί να ηρεμούν(ε)
Aorist να ηρεμήσω να ηρεμήσουμε, να ηρεμήσομε
να ηρεμήσεις να ηρεμήσετε
να ηρεμήσει να ηρεμήσουν(ε)
Perf να έχω ηρεμήσει να έχουμε ηρεμήσει
να έχεις ηρεμήσει να έχετε ηρεμήσει
να έχει ηρεμήσει να έχουν ηρεμήσει
Imper
ative
Pres ηρεμείτε
Aorist ηρέμησε ηρεμήστε, ηρεμήσετε
Part
iciple
Pres ηρεμώντας
Perf έχοντας ηρεμήσει
Infin Aorist ηρεμήσει