ΓΕΥΟΜΑΙ
I taste
Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γεύομαι γευόμαστε
γεύεσαι γεύεστε, γευόσαστε
γεύεται γεύονται
Imper
fect
γευόμουν(α) γευόμαστε, γευόμασταν
γευόσουν(α) γευόσαστε, γευόσασταν
γευόταν(ε) γεύονταν, γευόντανε, γευόντουσαν
Aorist γεύτηκα γευτήκαμε
γεύτηκες γευτήκατε
γεύτηκε γεύτηκαν, γευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω γευτεί έχουμε γευτεί
έχεις γευτεί έχετε γευτεί
έχει γευτεί έχουν γευτεί
Plu
per
fect
είχα γευτεί είχαμε γευτεί
είχες γευτεί είχατε γευτεί
είχε γευτεί είχαν γευτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα γεύομαι θα γευόμαστε
θα γεύεσαι θα γεύεστε, θα γευόσαστε
θα γεύεται θα γεύονται
Simp
Fut
θα γευτώ θα γευτούμε
θα γευτείς θα γευτείτε
θα γευτεί θα γευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γευτεί θα έχουμε γευτεί
θα έχεις γευτεί θα έχετε γευτεί
θα έχει γευτεί θα έχουν γευτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γεύομαι να γευόμαστε
να γεύεσαι να γεύεστε, να γευόσαστε
να γεύεται να γεύονται
Aorist να γευτώ να γευτούμε
να γευτείς να γευτείτε
να γευτεί να γευτούν(ε)
Perf να έχω γευτεί να έχουμε γευτεί
να έχεις γευτεί να έχετε γευτεί
να έχει γευτεί να έχουν γευτεί
Imper
ative
Pres γεύεστε
Aorist γέψου γευτείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist γευτεί