ΦΥΛΑΩ
I guard
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φυλάω (φυλάγω) φυλάμε (φυλάγουμε, φυλάγομε) φυλάγομαι φυλαγόμαστε
φυλάς (φυλάγεις) φυλάτε (φυλάγετε) φυλάγεσαι φυλάγεστε, φυλαγόσαστε
φυλάει (φυλάγει) φυλάν(ε) (φυλάγουν(ε)) φυλάγεται φυλάγονται
Imper
fect
φύλαγα φυλάγαμε φυλαγόμουν(α) φυλαγόμαστε, φυλαγόμασταν
φύλαγες φυλάγατε φυλαγόσουν(α) φυλαγόσαστε, φυλαγόσασταν
φύλαγε φύλαγαν, φυλάγαν(ε) φυλαγόταν(ε) φυλάγονταν, φυλαγόντανε, φυλαγόντουσαν
Aorist φύλαξα φυλάξαμε φυλάχτηκα φυλαχτήκαμε
φύλαξες φυλάξατε φυλάχτηκες φυλαχτήκατε
φύλαξε φύλαξαν, φυλάξαν(ε) φυλάχτηκε φυλάχτηκαν, φυλαχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω φυλάξει
έχω φυλαγμένο
έχουμε φυλάξει
έχουμε φυλαγμένο
έχω φυλαχτεί
είμαι φυλαγμένος, -η
έχουμε φυλαχτεί
είμαστε φυλαγμένοι, -ες
έχεις φυλάξει
έχεις φυλαγμένο
έχετε φυλάξει
έχετε φυλαγμένο
έχεις φυλαχτεί
είσαι φυλαγμένος, -η
έχετε φυλαχτεί
είστε φυλαγμένοι, -ες
έχει φυλάξει
έχει φυλαγμένο
έχουν φυλάξει
έχουν φυλαγμένο
έχει φυλαχτεί
είναι φυλαγμένος, -η, -ο
έχουν φυλαχτεί
είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα φυλάξει
είχα φυλαγμένο
είχαμε φυλάξει
είχαμε φυλαγμένο
είχα φυλαχτεί
ήμουν φυλαγμένος, -η
είχαμε φυλαχτεί
ήμαστε φυλαγμένοι, -ες
είχες φυλάξει
είχες φυλαγμένο
είχατε φυλάξει
είχατε φυλαγμένο
είχες φυλαχτεί
ήσουν φυλαγμένος, -η
είχατε φυλαχτεί
ήσαστε φυλαγμένοι, -ες
είχε φυλάξει
είχε φυλαγμένο
είχαν φυλάξει
είχαν φυλαγμένο
είχε φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένος, -η, -ο
είχαν φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα φυλάω (θα φυλάγω) θα φυλάγαμε (θα φυλάγουμε, θα φυλάγομε) θα φυλάγομαι θα φυλαγόμαστε
θα φυλάς (θα φυλάγεις) θα φυλάτε (θα φυλάγετε) θα φυλάγεσαι θα φυλάγεστε, θα φυλαγόσαστε
θα φυλάει (θα φυλάγει) θα φυλάν(ε) (θα φυλάγουν(ε)) θα φυλάγεται θα φυλάγονται
Simp
Fut
θα φυλάξω θα φυλάξουμε, θα φυλάξομε θα φυλαχτώ θα φυλαχτούμε
θα φυλάξεις θα φυλάξετε θα φυλαχτείς θα φυλαχτείτε
θα φυλάξει θα φυλάξουν(ε) θα φυλαχτεί θα φυλαχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φυλάξει
θα έχω φυλαγμένο
θα έχουμε φυλάξει
θα έχουμε φυλαγμένο
θα έχω φυλαχτεί
θα είμαι φυλαγμένος, -η
θα έχουμε φυλαχτεί
θα είμαστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχεις φυλάξει
θα έχεις φυλαγμένο
θα έχετε φυλάξει
θα έχετε φυλαγμένο
θα έχεις φυλαχτεί
θα είσαι φυλαγμένος, -η
θα έχετε φυλαχτεί
θα είστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχει φυλάξει
θα έχει φυλαγμένο
θα έχουν φυλάξει
θα έχουν φυλαγμένο
θα έχει φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φυλάω (να φυλάγω) να φυλάμε (να φυλάγουμε, να φυλάγομε) να φυλάγομαι να φυλαγόμαστε
να φυλάς (να φυλάγεις) να φυλάτε (να φυλάγετε) να φυλάγεσαι να φυλάγεστε, να φυλαγόσαστε
να φυλάει (να φυλάγει) να φυλάν(ε) (να φυλάγουν(ε)) να φυλάγεται να φυλάγονται
Aorist να φυλάξω να φυλάξουμε, να φυλάξομε να φυλαχτώ να φυλαχτούμε
να φυλάξεις να φυλάξετε να φυλαχτείς να φυλαχτείτε
να φυλάξει να φυλάξουν(ε) να φυλαχτεί να φυλαχτούν(ε)
Perf να έχω φυλάξει
να έχω φυλαγμένο
να έχουμε φυλάξει
να έχουμε φυλαγμένο
να έχω φυλαχτεί
να είμαι φυλαγμένος, -η
να έχουμε φυλαχτεί
να είμαστε φυλαγμένοι, -ες
να έχεις φυλάξει
να έχεις φυλαγμένο
να έχετε φυλάξει
να έχετε φυλαγμένο
να έχεις φυλαχτεί
να είσαι φυλαγμένος, -η
να έχετε φυλαχτεί
να είστε φυλαγμένοι, -ες
να έχει φυλάξει
να έχει φυλαγμένο
να έχουν φυλάξει
να έχουν φυλαγμένο
να έχει φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένος, -η, -ο
να έχουν φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres φύλα, φύλαγε φυλάτε (φυλάγετε) φυλάγεστε
Aorist φύλαξε φυλάξτε (φυλάξτε) φυλάξου φυλαχτείτε
Part
iciple
Pres φυλώντας, φυλάγοντας
Perf έχοντας φυλάξει, έχοντας φυλαγμένο φυλαγμένος, -η, -ο φυλαγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist φυλάξει φυλαχτεί