ΕΙΣΠΡΑΤΤΩ
I cash
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εισπράττω εισπράττουμε, εισπράττομε εισπράττομαι εισπραττόμαστε
εισπράττεις εισπράττετε εισπράττεσαι εισπράττεστε, εισπραττόσαστε
εισπράττει εισπράττουν(ε) εισπράττεται εισπράττονται
Imper
fect
εισέπραττα εισπράτταμε εισπραττόμουν(α) εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν
εισέπραττες εισπράττατε εισπραττόσουν(α) εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν
εισέπραττε εισέπρατταν, εισπράτταν(ε) εισπραττόταν(ε) εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν
Aorist εισέπραξα εισπράξαμε εισπράχθηκα εισπραχθήκαμε
εισέπραξες εισπράξατε εισπράχθηκες εισπραχθήκατε
εισέπραξε εισέπραξαν, εισπράξαν(ε) εισπράχθηκε εισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εισπράξει
έχω εισπραγμένο
έχουμε εισπράξει
έχουμε εισπραγμένο
έχω εισπραχθεί
είμαι εισπραγμένος, -η
έχουμε εισπραχθεί
είμαστε εισπραγμένοι, -ες
έχεις εισπράξει
έχεις εισπραγμένο
έχετε εισπράξει
έχετε εισπραγμένο
έχεις εισπραχθεί
είσαι εισπραγμένος, -η
έχετε εισπραχθεί
είστε εισπραγμένοι, -ες
έχει εισπράξει
έχει εισπραγμένο
έχουν εισπράξει
έχουν εισπραγμένο
έχει εισπραχθεί
είναι εισπραγμένος, -η, -ο
έχουν εισπραχθεί
είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εισπράξει
είχα εισπραγμένο
είχαμε εισπράξει
είχαμε εισπραγμένο
είχα εισπραχθεί
ήμουν εισπραγμένος, -η
είχαμε εισπραχθεί
ήμαστε εισπραγμένοι, -ες
είχες εισπράξει
είχες εισπραγμένο
είχατε εισπράξει
είχατε εισπραγμένο
είχες εισπραχθεί
ήσουν εισπραγμένος, -η
είχατε εισπραχθεί
ήσαστε εισπραγμένοι, -ες
είχε εισπράξει
είχε εισπραγμένο
είχαν εισπράξει
είχαν εισπραγμένο
είχε εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένος, -η, -ο
είχαν εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εισπράττω θα εισπράττουμε, θα εισπράττομε θα εισπράττομαι θα εισπραττόμαστε
θα εισπράττεις θα εισπράττετε θα εισπράττεσαι θα εισπράττεστε, θα εισπραττόσαστε
θα εισπράττει θα εισπράττουν(ε) θα εισπράττεται θα εισπράττονται
Simp
Fut
θα εισπράξω θα εισπράξουμε, θα εισπράξομε θα εισπραχθώ θα εισπραχθούμε
θα εισπράξεις θα εισπράξετε θα εισπραχθείς θα εισπραχθείτε
θα εισπράξει θα εισπράξουν(ε) θα εισπραχθεί θα εισπραχθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εισπράξει
θα έχω εισπραγμένο
θα έχουμε εισπράξει
θα έχουμε εισπραγμένο
θα έχω εισπραχθεί
θα είμαι εισπραγμένος, -η
θα έχουμε εισπραχθεί
θα είμαστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχεις εισπράξει
θα έχεις εισπραγμένο
θα έχετε εισπράξει
θα έχετε εισπραγμένο
θα έχεις εισπραχθεί
θα είσαι εισπραγμένος, -η
θα έχετε εισπραχθεί
θα είστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχει εισπράξει
θα έχει εισπραγμένο
θα έχουν εισπράξει
θα έχουν εισπραγμένο
θα έχει εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένος, -η, -ο
θα έχουν εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εισπράττω να εισπράττουμε, να εισπράττομε να εισπράττομαι να εισπραττόμαστε
να εισπράττεις να εισπράττετε να εισπράττεσαι να εισπράττεστε, να εισπραττόσαστε
να εισπράττει να εισπράττουν(ε) να εισπράττεται να εισπράττονται
Aorist να εισπράξω να εισπράξουμε, να εισπράξομε να εισπραχθώ να εισπραχθούμε
να εισπράξεις να εισπράξετε να εισπραχθείς να εισπραχθείτε
να εισπράξει να εισπράξουν(ε) να εισπραχθεί να εισπραχθούν(ε)
Perf να έχω εισπράξει
να έχω εισπραγμένο
να έχουμε εισπράξει
να έχουμε εισπραγμένο
να έχω εισπραχθεί
να είμαι εισπραγμένος, -η
να έχουμε εισπραχθεί
να είμαστε εισπραγμένοι, -ες
να έχεις εισπράξει
να έχεις εισπραγμένο
να έχετε εισπράξει
να έχετε εισπραγμένο
να έχεις εισπραχθεί
να είσαι εισπραγμένος, -η
να έχετε εισπραχθεί
να είστε εισπραγμένοι, -ες
να έχει εισπράξει
να έχει εισπραγμένο
να έχουν εισπράξει
να έχουν εισπραγμένο
να έχει εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένος, -η, -ο
να έχουν εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres είσπραττε εισπράττετε εισπράττεστε
Aorist είσπραξε εισπράξτε, εισπράξετε εισπράξου εισπραχθείτε
Part
iciple
Pres εισπράττοντας
Perf έχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένο εισπραγμένος, -η, -ο εισπραγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εισπράξει εισπραχθεί