ΒΟΣΚΩ
I graze
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βοσκάω, βοσκώ, βόσκω βοσκάμε, βοσκούμε βοσκιέμαι βοσκιόμαστε
βοσκάς βοσκάτε βοσκιέσαι βοσκιέστε, βοσκιόσαστε
βοσκάει, βοσκά βοσκάν(ε), βοσκούν(ε) βοσκιέται βοσκιούνται, βοσκιόνται
Imper
fect
βοσκούσα, βόσκαγα βοσκούσαμε, βοσκάγαμε βοσκιόμουν(α) βοσκιόμαστε, βοσκιόμασταν
βοσκούσες, βόσκαγες βοσκούσατε, βοσκάγατε βοσκιόσουν(α) βοσκιόσαστε, βοσκιόσασταν
βοσκούσε, βόσκαγε βοσκούσαν(ε), βόσκαγαν, βοσκάγανε βοσκιόταν(ε) βοσκιόνταν(ε), βοσκιούνταν, βοσκιόντουσαν
Aorist βόσκησα βοσκήσαμε βοσκήθηκα βοσκηθήκαμε
βόσκησες βοσκήσατε βοσκήθηκες βοσκηθήκατε
βόσκησε βόσκησαν, βοσκήσαν(ε) βοσκήθηκε βοσκήθηκαν, βοσκηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω βοσκήσει
έχω βοσκημένο
έχουμε βοσκήσει
έχουμε βοσκημένο
έχω βοσκηθεί
είμαι βοσκημένος, -η
έχουμε βοσκηθεί
είμαστε βοσκημένοι, -ες
έχεις βοσκήσει
έχεις βοσκημένο
έχετε βοσκήσει
έχετε βοσκημένο
έχεις βοσκηθεί
είσαι βοσκημένος, -η
έχετε βοσκηθεί
είστε βοσκημένοι, -ες
έχει βοσκήσει
έχει βοσκημένο
έχουν βοσκήσει
έχουν βοσκημένο
έχει βοσκηθεί
είναι βοσκημένος, -η, -ο
έχουν βοσκηθεί
είναι βοσκημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα βοσκήσει
είχα βοσκημένο
είχαμε βοσκήσει
είχαμε βοσκημένο
είχα βοσκηθεί
ήμουν βοσκημένος, -η
είχαμε βοσκηθεί
ήμαστε βοσκημένοι, -ες
είχες βοσκήσει
είχες βοσκημένο
είχατε βοσκήσει
είχατε βοσκημένο
είχες βοσκηθεί
ήσουν βοσκημένος, -η
είχατε βοσκηθεί
ήσαστε βοσκημένοι, -ες
είχε βοσκήσει
είχε βοσκημένο
είχαν βοσκήσει
είχαν βοσκημένο
είχε βοσκηθεί
ήταν βοσκημένος, -η, -ο
είχαν βοσκηθεί
ήταν βοσκημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βοσκάω, θα βοσκώ θα βοσκάμε, θα βοσκούμε θα βοσκιέμαι θα βοσκιόμαστε
θα βοσκάς θα βοσκάτε θα βοσκιέσαι θα βοσκιέστε, θα βοσκιόσαστε
θα βοσκάει, θα βοσκά θα βοσκάν(ε), θα βοσκούν(ε) θα βοσκιέται θα βοσκιούνται, θα βοσκιόνται
Simp
Fut
θα βοσκήσω θα βοσκήσουμε, θα βοσκήσομε θα βοσκηθώ θα βοσκηθούμε
θα βοσκήσεις θα βοσκήσετε θα βοσκηθείς θα βοσκηθείτε
θα βοσκήσει θα βοσκήσουν(ε) θα βοσκηθεί θα βοσκηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βοσκήσει
θα έχω βοσκημένο
θα έχουμε βοσκήσει
θα έχουμε βοσκημένο
θα έχω βοσκηθεί
θα είμαι βοσκημένος, -η
θα έχουμε βοσκηθεί
θα είμαστε βοσκημένοι, -ες
θα έχεις βοσκήσει
θα έχεις βοσκημένο
θα έχετε βοσκήσει
θα έχετε βοσκημένο
θα έχεις βοσκηθεί
θα είσαι βοσκημένος, -η
θα έχετε βοσκηθεί
θα είστε βοσκημένοι, -ες
θα έχει βοσκήσει
θα έχει βοσκημένο
θα έχουν βοσκήσει
θα έχουν βοσκημένο
θα έχει βοσκηθεί
θα είναι βοσκημένος, -η, -ο
θα έχουν βοσκηθεί
θα είναι βοσκημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βοσκάω, να βοσκώ να βοσκάμε, να βοσκούμε να βοσκιέμαι να βοσκιόμαστε
να βοσκάς να βοσκάτε να βοσκιέσαι να βοσκιέστε, να βοσκιόσαστε
να βοσκάει, να βοσκά να βοσκάν(ε), να βοσκούν(ε) να βοσκιέται να βοσκιούνται, να βοσκιόνται
Aorist να βοσκήσω να βοσκήσουμε, να βοσκήσομε να βοσκηθώ να βοσκηθούμε
να βοσκήσεις να βοσκήσετε να βοσκηθείς να βοσκηθείτε
να βοσκήσει να βοσκήσουν(ε) να βοσκηθεί να βοσκηθούν(ε)
Perf να έχω βοσκήσει
να έχω βοσκημένο
να έχουμε βοσκήσει
να έχουμε βοσκημένο
να έχω βοσκηθεί
να είμαι βοσκημένος, -η
να έχουμε βοσκηθεί
να είμαστε βοσκημένοι, -ες
να έχεις βοσκήσει
να έχεις βοσκημένο
να έχετε βοσκήσει
να έχετε βοσκημένο
να έχεις βοσκηθεί
να είσαι βοσκημένος, -η
να έχετε βοσκηθεί
να είστε βοσκημένοι, -η
να έχει βοσκήσει
να έχει βοσκημένο
να έχουν βοσκήσει
να έχουν βοσκημένο
να έχει βοσκηθεί
να είναι βοσκημένος, -η, -ο
να έχουν βοσκηθεί
να είναι βοσκημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βόσκα, βόσκαγε βοσκάτε βοσκιέστε
Aorist βόσκησε, βόσκα βοσκήστε βοσκήσου βοσκηθείτε
Part
iciple
Pres βοσκώντας
Perf έχοντας βοσκήσει, έχοντας βοσκημένο βοσκημένος, -η, -ο βοσκημένοι, -ες, -α
Infin Aorist βοσκήσει βοσκηθεί