ΧΩΡΩ
I contain
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χωράω, χωρώ χωράμε, χωρούμε
χωράς χωράτε
χωράει, χωρά χωράν(ε), χωρούν(ε)
Imper
fect
χωρούσα, χώραγα χωρούσαμε, χωράγαμε
χωρούσες, χώραγες χωρούσατε, χωράγατε
χωρούσε, χώραγε χωρούσαν(ε), χώραγαν, χωράγανε
Aorist χώρεσα χωρέσαμε
χώρεσες χωρέσατε
χώρεσε χώρεσαν, χωρέσαν(ε)
Perf
ect
έχω χωρέσει έχουμε χωρέσει
έχεις χωρέσει έχετε χωρέσει
έχει χωρέσει έχουν χωρέσει
Plu
perf
ect
είχα χωρέσει είχαμε χωρέσει
είχες χωρέσει είχατε χωρέσει
είχε χωρέσει είχαν χωρέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα χωράω, θα χωρώ θα χωράμε, θα χωρούμε
θα χωράς θα χωράτε
θα χωράει, θα χωρά θα χωράν(ε), θα χωρούν(ε)
Simp
Fut
θα χωρέσω θα χωρέσουμε, θα χωρέσομε
θα χωρέσεις θα χωρέσετε
θα χωρέσει θα χωρέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χωρέσει θα έχουμε χωρέσει
θα έχεις χωρέσει θα έχετε χωρέσει
θα έχει χωρέσει θα έχουν χωρέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χωράω, να χωρώ να χωράμε, να χωρούμε
να χωράς να χωράτε
να χωράει, να χωρά να χωράν(ε), να χωρούν(ε)
Aorist να χωρέσω να χωρέσουμε, να χωρέσομε
να χωρέσεις να χωρέσετε
να χωρέσει να χωρέσουν(ε)
Perf να έχω χωρέσει να έχουμε χωρέσει
να έχεις χωρέσει να έχετε χωρέσει
να έχει χωρέσει να έχουν χωρέσει
Imper
ative
Pres χώρα, χώραγε χωράτε
Aorist χώρεσε, χώρα χωρέστε
Part
iciple
Pres χωρώντας
Perf έχοντας χωρέσει
Infin Aorist χωρέσει