ΤΡΟΜΑΖΩ I frighten |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
τρομάζω | τρομάζουμε, τρομάζομε |
τρομάζεις | τρομάζετε | ||
τρομάζει | τρομάζουν(ε) | ||
Imper fect |
τρόμαζα | τρομάζαμε | |
τρόμαζες | τρομάζατε | ||
τρόμαζε | τρόμαζαν, τρομάζαν(ε) | ||
Aorist | τρόμαξα | τρομάξαμε | |
τρόμαξες | τρομάξατε | ||
τρόμαξε | τρόμαξαν, τρομάξαν(ε) | ||
Per fect |
έχω τρομάξει |
έχουμε τρομάξει |
|
έχεις τρομάξει έχεις τρομαγμένο |
έχετε τρομάξει έχετε τρομαγμένο |
||
έχει τρομάξει |
έχουν τρομάξει |
||
Plu per fect |
είχα τρομάξει |
είχαμε τρομάξει |
|
είχες τρομάξει είχες τρομαγμένο |
είχατε τρομάξει είχατε τρομαγμένο |
||
είχε τρομάξει είχε τρομαγμένο |
είχαν τρομάξει είχαν τρομαγμένο |
||
Fut ure Cont inuous |
θα τρομάζω | θα τρομάζουμε, θα τρομάζομε | |
θα τρομάζεις | θα τρομάζετε | ||
θα τρομάζει | θα τρομάζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα τρομάξω | θα τρομάξουμε, |
|
θα τρομάξεις | θα τρομάξετε | ||
θα τρομάξει | θα τρομάξουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω τρομάξει |
θα έχουμε τρομάξει |
|
θα έχεις τρομάξει θα έχεις τρομαγμένο |
θα έχετε τρομάξει θα έχετε τρομαγμένο |
||
θα έχει τρομάξει θα έχει τρομαγμένο |
θα έχουν τρομάξει θα έχουν τρομαγμένο |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να τρομάζω | να τρομάζουμε, |
να τρομάζεις | να τρομάζετε | ||
να τρομάζει | να τρομάζουν(ε) | ||
Aorist | να τρομάξω | να τρομάξουμε, |
|
να τρομάξεις | να τρομάξετε | ||
να τρομάξει | να τρομάξουν(ε) | ||
Perf | να έχω τρομάξει |
να έχουμε τρομάξει |
|
να έχεις τρομάξει |
να έχετε τρομάξει |
||
να έχει τρομάξει |
να έχουν τρομάξει |
||
Imper ative |
Pres | τρόμαζε | τρομάζετε |
Aorist | τρόμαξε | τρομάξτε, τρομάχτε | |
Part iciple |
Pres | τρομάζοντας | |
Perf | έχοντας τρομάξει, έχοντας τρομαγμένο | ||
Infin | Aorist | τρομάξει |