ΤΗΛΕΦΩΝΩ I call |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
τηλεφωνάω, τηλεφωνώ | τηλεφωνάμε, τηλεφωνούμε | τηλεφωνιέμαι | τηλεφωνιόμαστε |
τηλεφωνάς | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέσαι | τηλεφωνιέστε, τηλεφωνιόσαστε | ||
τηλεφωνάει, τηλεφωνά | τηλεφωνάν(ε), τηλεφωνούν(ε) | τηλεφωνιέται | τηλεφωνιούνται, τηλεφωνιόνται | ||
Imper fect |
τηλεφωνούσα, τηλεφώναγα | τηλεφωνούσαμε, τηλεφωνάγαμε | τηλεφωνιόμουν(α) | τηλεφωνιόμαστε, τηλεφωνιόμασταν | |
τηλεφωνούσες, τηλεφώναγες | τηλεφωνούσατε, τηλεφωνάγατε | τηλεφωνιόσουν(α) | τηλεφωνιόσαστε, τηλεφωνιόσασταν | ||
τηλεφωνούσε, τηλεφώναγε | τηλεφωνούσαν(ε), τηλεφώναγαν, τηλεφωνάγανε | τηλεφωνιόταν(ε) | τηλεφωνιόνταν(ε), τηλεφωνιούνταν, τηλεφωνιόντουσαν | ||
Aorist | τηλεφώνησα | τηλεφωνήσαμε | τηλεφωνήθηκα | τηλεφωνηθήκαμε | |
τηλεφώνησες | τηλεφωνήσατε | τηλεφωνήθηκες | τηλεφωνηθήκατε | ||
τηλεφώνησε | τηλεφώνησαν, τηλεφωνήσαν(ε) | τηλεφωνήθηκε | τηλεφωνήθηκαν, τηλεφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ect |
|||||
Plu perf ect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα τηλεφωνάω, |
θα τηλεφωνάμε, |
|||
θα τηλεφωνάς | θα τηλεφωνάτε | θα τηλεφωνιέσαι | θα τηλεφωνιέστε, |
||
θα τηλεφωνάει, |
θα τηλεφωνάν(ε), |
θα τηλεφωνιέται | θα τηλεφωνιούνται, |
||
Simp Fut |
θα τηλεφωνήσω | θα τηλεφωνήσουμε, |
θα τηλεφωνηθώ | θα τηλεφωνηθούμε | |
θα τηλεφωνήσεις | θα τηλεφωνήσετε | θα τηλεφωνηθείς | θα τηλεφωνηθείτε | ||
θα τηλεφωνήσει | θα τηλεφωνήσουν(ε) | θα τηλεφωνηθεί | θα τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να τηλεφωνάω, |
να τηλεφωνάμε, |
να τηλεφωνιέμαι | να τηλεφωνιόμαστε |
να τηλεφωνάς | να τηλεφωνάτε | να τηλεφωνιέσαι | να τηλεφωνιέστε, |
||
να τηλεφωνάει, |
να τηλεφωνάν(ε), |
να τηλεφωνιέται | να τηλεφωνιούνται, |
||
Aorist | να τηλεφωνήσω | να τηλεφωνήσουμε, |
να τηλεφωνηθώ | να τηλεφωνηθούμε | |
να τηλεφωνήσεις | να τηλεφωνήσετε | να τηλεφωνηθείς | να τηλεφωνηθείτε | ||
να τηλεφωνήσει | να τηλεφωνήσουν(ε) | να τηλεφωνηθεί | να τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | τηλεφώνα, τηλεφώναγε | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέστε | |
Aorist | τηλεφώνησε, τηλεφώνα | τηλεφωνήστε | τηλεφωνήσου | τηλεφωνηθείτε | |
Part iciple |
Pres | τηλεφωνώντας | |||
Perf | έχοντας τηλεφωνήσει | ||||
Infin | Aorist | τηλεφωνήσει | τηλεφωνηθεί |