ΤΕΛΩ
I perform
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τελώ τελούμε τελούμαι τελούμαστε
τελείς τελείτε τελείσαι τελείστε
τελεί τελούν(ε) τελείται τελούνται
Imper
fect
τελούσα τελούσαμε τελούμουν τελούμαστε
τελούσες τελούσατε
τελούσε τελούσαν(ε) τελούνταν, ετελείτο τελούνταν, ετελούντο
Aorist τέλεσα τελέσαμε τελέστηκα τελεστήκαμε
τέλεσες τελέσατε τελέστηκες τελεστήκατε
τέλεσε τέλεσαν, τελέσαν(ε) τελέστηκε τελέστηκαν, τελεστήκαν(ε)
Perf
ect
έχω τελέσει
έχω τετελεσμένο
έχουμε τελέσει
έχουμε τετελεσμένο
έχω τελεστεί
είμαι τετελεσμένος, -η
έχουμε τελεστεί
είμαστε τετελεσμένοι, -ες
έχεις τελέσει
έχεις τετελεσμένο
έχετε τελέσει
έχετε τετελεσμένο
έχεις τελεστεί
είσαι τετελεσμένος, -η
έχετε τελεστεί
είστε τετελεσμένοι, -ες
έχει τελέσει
έχει τετελεσμένο
έχουν τελέσει
έχουν τετελεσμένο
έχει τελεστεί
είναι τετελεσμένος, -η, -ο
έχουν τελεστεί
είναι τετελεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα τελέσει
είχα τετελεσμένο
είχαμε τελέσει
είχαμε τετελεσμενο
είχα τελεστεί
ήμουν τετελεσμένος, -η
είχαμε τελεστεί
ήμαστε τετελεσμένοι, -ες
είχες τελέσει
είχες τετελεσμένο
είχατε τελέσει
είχατε τετελεσμένο
είχες τελεστεί
έσουν τετελεσμένος, -η
είχατε τελεστεί
έσαστε τετελεσμένοι, -ες
είχε τελέσει
είχε τετελεσμένο
είχαν τελέσει
είχαν τετελεσμένο
είχε τελεστεί
ήταν τετελεσμένος, -η, -ο
είχαν τελεστεί
ήταν τετελεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τελώ θα τελούμε θα τελούμαι θα τελούμαστε
θα τελείς θα τελείτε θα τελείσαι θα τελείστε
θα τελεί θα τελούν(ε) θα τελείται θα τελούνται
Simp
Fut
θα τελέσω θα τελέσουμε, θα τελέσομε θα τελεστώ θα τελεστούμε
θα τελέσεις θα τελέσετε θα τελεστείς θα τελεστείτε
θα τελέσει θα τελέσουν(ε) θα τελεστεί θα τελεστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τελέσει
θα έχω τετελεσμένο
θα έχουμε τελέσει
θα έχουμε τετελεσμένο
θα έχω τελεστεί
θα είμαι τετελεσμένος, -η
θα έχουμε τελεστεί
θα είμαστε τετελεσμένοι, -ες
θα έχεις τελέσει
θα έχεις τετελεσμένο
θα έχετε τελέσει
θα έχετε τετελεσμένο
θα έχεις τελεστεί
θα είσαι τετελεσμένος, -η
θα έχετε τελεστεί
θα είστε τετελεσμένοι, -η
θα έχει τελέσει
θα έχει τετελεσμένο
θα έχουν τελέσει
θα έχουν τετελεσμένο
θα έχει τελεστεί
θα είναι τετελεσμένος, -η, -ο
θα έχουν τελεστεί
θα είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τελώ να τελούμε να τελούμαι να τελούμαστε
να τελείς να τελείτε να τελείσαι να τελείστε
να τελεί να τελούν(ε) να τελείται να τελούνται
Aorist να τελέσω να τελέσουμε, να τελέσομε να τελεστώ να τελεστούμε
να τελέσεις να τελέσετε να τελεστείς να τελεστείτε
να τελέσει να τελέσουν(ε) να τελεστεί να τελεστούν(ε)
Perf να έχω τελέσει
να έχω τετελεσμένο
να έχουμε τελέσει
να έχουμε τετελεσμένο
να έχω τελεστεί
να είμαι τετελεσμένος, -η
να έχουμε τελεστεί
να είμαστε τετελεσμενοι, -ες
να έχεις τελέσει
να έχεις τετελεσμένο
να έχετε τελέσει
να έχετε τετελεσμένο
να έχεις τελεστεί
να είσαι τετελεσμένος, -η
να έχετε τελεστεί
να είστε τετελεσμένοι, -ες
να έχει τελέσει
να έχει τετελεσμένο
να έχουν τελέσει
να έχουν τετελεσμένο
να έχει τελεστεί
να είναι τετελεσμένος, -η, -ο
να έχουν τελεστεί
να είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τελείτε τελείστε
Aorist τέλεσε τελέστε, τελέσετε τελέσου τελεστείτε
Part
iciple
Pres τελώντας τελούμενος
Perf έχοντας τελέσει, έχοντας τετελεσμένο τετελεσμένος, -η, -ο τετελεσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist τελέσει τελεστεί