ΣΤΟΛΙΖΩ I adorn |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στολίζω | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζομαι | στολιζόμαστε |
στολίζεις | στολίζετε | στολίζεσαι | στολίζεστε, στολιζόσαστε | ||
στολίζει | στολίζουν(ε) | στολίζεται | στολίζονται | ||
Imper fect |
στόλιζα | στολίζαμε | στολιζόμουν(α) | στολιζόμαστε, στολιζόμασταν | |
στόλιζες | στολίζατε | στολιζόσουν(α) | στολιζόσαστε, στολιζόσασταν | ||
στόλιζε | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στολιζόταν(ε) | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | ||
Aorist | στόλισα | στολίσαμε | στολίστηκα | στολιστήκαμε | |
στόλισες | στολίσατε | στολίστηκες | στολιστήκατε | ||
στόλισε | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίστηκε | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω στολίσει έχω στολισμένο |
έχουμε στολίσει έχουμε στολισμένο |
έχω στολιστεί είμαι στολισμένος, -η |
έχουμε στολιστεί είμαστε στολισμένοι, -ες |
|
έχεις στολίσει έχεις στολισμένο |
έχετε στολίσει έχετε στολισμένο |
έχεις στολιστεί είσαι στολισμένος, -η |
έχετε στολιστεί είστε στολισμένοι, -ες |
||
έχει στολίσει έχει στολισμένο |
έχουν στολίσει έχουν στολισμένο |
έχει στολιστεί είναι στολισμένος, -η, -ο |
έχουν στολιστεί είναι στολισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα στολίσει είχα στολισμένο |
είχαμε στολίσει είχαμε στολισμένο |
είχα στολιστεί ήμουν στολισμένος, -η |
είχαμε στολιστεί ήμαστε στολισμένοι, -ες |
|
είχες στολίσει είχες στολισμένο |
είχατε στολίσει είχατε στολισμένο |
είχες στολιστεί ήσουν στολισμένος, -η |
είχατε στολιστεί ήσαστε στολισμένοι, -ες |
||
είχε στολίσει είχε στολισμένο |
είχαν στολίσει είχαν στολισμένο |
είχε στολιστεί ήταν στολισμένος, -η, -ο |
είχαν στολιστεί ήταν στολισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα στολίζω | θα στολίζουμε, |
θα στολίζομαι | θα στολιζόμαστε | |
θα στολίζεις | θα στολίζετε | θα στολίζεσαι | θα στολίζεστε, |
||
θα στολίζει | θα στολίζουν(ε) | θα στολίζεται | θα στολίζονται | ||
Simp Fut |
θα στολίσω | θα στολίσουμε, |
θα στολιστώ | θα στολιστούμε | |
θα στολίσεις | θα στολίσετε | θα στολιστείς | θα στολιστείτε | ||
θα στολίσει | θα στολίσουν(ε) | θα στολιστεί | θα στολιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στολίζω | να στολίζουμε, |
να στολίζομαι | να στολιζόμαστε |
να στολίζεις | να στολίζετε | να στολίζεσαι | να στολίζεστε, |
||
να στολίζει | να στολίζουν(ε) | να στολίζεται | να στολίζονται | ||
Aorist | να στολίσω | να στολίσουμε, |
να στολιστώ | να στολιστούμε | |
να στολίσεις | να στολίσετε | να στολιστείς | να στολιστείτε | ||
να στολίσει | να στολίσουν(ε) | να στολιστεί | να στολιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω στολίσει |
να έχουμε στολίσει |
να έχω στολιστεί |
να έχουμε στολιστεί |
|
να έχεις στολίσει |
να έχετε στολίσει |
να έχεις στολιστεί |
να έχετε στολιστεί |
||
να έχει στολίσει |
να έχουν στολίσει |
να έχει στολιστεί |
να έχουν στολιστεί |
||
Imper ative |
Pres | στόλιζε | στολίζετε | στολίζεστε | |
Aorist | στόλισε | στολίστε | στολίσου | στολιστείτε | |
Part iciple |
Pres | στολίζοντας | στολιζόμενος | ||
Perf | έχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένο | στολισμένος, -η, -ο | στολισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στολίσει | στολιστεί |