ΣΤΟΙΧΙΖΩ I cost |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στοιχίζω | στοιχίζουμε, στοιχίζομε |
στοιχίζεις | στοιχίζετε | ||
στοιχίζει | στοιχίζουν(ε) | ||
Imper fect |
στοίχιζα | στοιχίζαμε | |
στοίχιζες | στοιχίζατε | ||
στοίχιζε | στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε) | ||
Aorist | στοίχισα | στοιχίσαμε | |
στοίχισες | στοιχίσατε | ||
στοίχισε | στοίχισαν, στοιχίσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω στοιχίσει | έχουμε στοιχίσει | |
έχεις στοιχίσει | έχετε στοιχίσει | ||
έχει στοιχίσει | έχουν στοιχίσει | ||
Plu per fect |
είχα στοιχίσει | είχαμε στοιχίσει | |
είχες στοιχίσει | είχατε στοιχίσει | ||
είχε στοιχίσει | είχαν στοιχίσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα στοιχίζω | θα στοιχίζουμε, θα στοιχίζομε | |
θα στοιχίζεις | θα στοιχίζετε | ||
θα στοιχίζει | θα στοιχίζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα στοιχίσω | θα στοιχίσουμε, θα στοιχίζομε | |
θα στοιχίσεις | θα στοιχίσετε | ||
θα στοιχίσει | θα στοιχίσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω στοιχίσει | θα έχουμε στοιχίσει | |
θα έχεις στοιχίσει | θα έχετε στοιχίσει | ||
θα έχει στοιχίσει | θα έχουν στοιχίσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στοιχίζω | να στοιχίζουμε, να στοιχίζομε |
να στοιχίζεις | να στοιχίζετε | ||
να στοιχίζει | να στοιχίζουν(ε) | ||
Aorist | να στοιχίσω | να στοιχίσουμε, να στοιχίσομε | |
να στοιχίσεις | να στοιχίσετε | ||
να στοιχίσει | να στοιχίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω στοιχίσει | να έχουμε στοιχίσει | |
να έχεις στοιχίσει | να έχετε στοιχίσει | ||
να έχει στοιχίσει | να έχουν στοιχίσει | ||
Imper ative |
Pres | στοίχιζε | στοιχίζετε |
Aorist | στοίχισε | στοιχίστε | |
Part iciple |
Pres | στοιχίζοντας | |
Perf | έχοντας στοιχίσει | ||
Infin | Aorist | στοιχίσει |