ΣΥΝΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ I contend |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συναγωνίζομαι | συναγωνιζόμαστε |
συναγωνίζεσαι | συναγωνίζεστε, συναγωνιζόσαστε | ||
συναγωνίζεται | συναγωνίζονται | ||
Imper fect |
συναγωνιζόμουν(α) | συναγωνιζόμαστε, συναγωνιζόμασταν | |
συναγωνιζόσουν(α) | συναγωνιζόσαστε, συναγωνιζόσασταν | ||
συναγωνιζόταν(ε) | συναγωνίζονταν, συναγωνιζόντανε, συναγωνιζόντουσαν | ||
Aorist | συναγωνίστηκα | συναγωνιστήκαμε | |
συναγωνίστηκες | συναγωνιστήκατε | ||
συναγωνίστηκε | συναγωνίστηκαν, συναγωνιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω συναγωνιστεί | έχουμε συναγωνιστεί | |
έχεις συναγωνιστεί | έχετε συναγωνιστεί | ||
έχει συναγωνιστεί | έχουν συναγωνιστεί | ||
Plu per fect |
είχα συναγωνιστεί | είχαμε συναγωνιστεί | |
είχες συναγωνιστεί | είχατε συναγωνιστεί | ||
είχε συναγωνιστεί | είχαν συναγωνιστεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα συναγωνίζομαι | θα συναγωνιζόμαστε | |
θα συναγωνίζεσαι | θα συναγωνίζεστε, θα συναγωνιζόσαστε | ||
θα συναγωνίζεται | θα συναγωνίζονται | ||
Simp Fut |
θα συναγωνιστώ | θα συναγωνιστούμε | |
θα συναγωνιστείς | θα συναγωνιστείτε | ||
θα συναγωνιστεί | θα συναγωνιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω συναγωνιστεί | θα έχουμε συναγωνιστεί | |
θα έχεις συναγωνιστεί | θα έχετε συναγωνιστεί | ||
θα έχει συναγωνιστεί | θα έχουν συναγωνιστεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συναγωνίζομαι | να συναγωνιζόμαστε |
να συναγωνίζεσαι | να συναγωνίζεστε, να συναγωνιζόσαστε | ||
να συναγωνίζεται | να συναγωνίζονται | ||
Aorist | να συναγωνιστώ | να συναγωνιστούμε | |
να συναγωνιστείς | να συναγωνιστείτε | ||
να συναγωνιστεί | να συναγωνιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συναγωνιστεί | να έχουμε συναγωνιστεί | |
να έχεις συναγωνιστεί | να έχετε συναγωνιστεί | ||
να έχει συναγωνιστεί | να έχουν συναγωνιστεί | ||
Imper ative |
Pres | συναγωνίζεστε | |
Aorist | συναγωνίσου | συναγωνιστείτε | |
Part iciple |
Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | συναγωνιστεί |