ΣΥΜΦΩΝΩ I agree |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συμφωνώ |
συμφωνούμε |
συμφωνούμαι |
συμφωνούμαστε |
συμφωνείς |
συμφωνείτε |
συμφωνείσαι |
συμφωνείστε |
συμφωνεί |
συμφωνούν(ε) |
συμφωνείται |
συμφωνούνται |
Imper fect |
συμφωνούσα |
συμφωνούσαμε |
συμφωνούμουν |
συμφωνούμαστε |
συμφωνούσες |
συμφωνούσατε |
|
|
συμφωνούσε |
συμφωνούσαν(ε) |
συμφωνούνταν, συμφωνείτο |
συμφωνούνταν, συμφωνούντο |
Aorist |
συμφώνησα |
συμφωνήσαμε |
συμφωνήθηκα |
συμφωνηθήκαμε |
συμφώνησες |
συμφωνήσατε |
συμφωνήθηκες |
συμφωνηθήκατε |
συμφώνησε |
συμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε) |
συμφωνήθηκε |
συμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω συμφωνήσει
έχω συμφωνημένο |
έχουμε συμφωνήσει
έχουμε συμφωνημένο |
έχω συμφωνηθεί
είμαι συμφωνημένος, -η |
έχουμε συμφωνηθεί
είμαστε συμφωνημένοι, -ες |
έχεις συμφωνήσει
έχεις συμφωνημένο |
έχετε συμφωνήσει
έχετε συμφωνημένο |
έχεις συμφωνηθεί
είσαι συμφωνημένος, -η |
έχετε συμφωνηθεί
είστε συμφωνημένοι, -ες |
έχει συμφωνήσει
έχει συμφωνημένο |
έχουν συμφωνήσει
έχουν συμφωνημένο |
έχει συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένος, -η, -ο |
έχουν συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα συμφωνήσει
είχα συμφωνημένο |
είχαμε συμφωνήσει
είχαμε συμφωνημένο |
είχα συμφωνηθεί
ήμουν συμφωνημένος, -η |
είχαμε συμφωνηθεί
ήμαστε συμφωνημένοι, -ες |
είχες συμφωνήσει
είχες συμφωνημένο |
είχατε συμφωνήσει
είχατε συμφωνημένο |
είχες συμφωνηθεί
ήσουν συμφωνημένος, -η |
είχατε συμφωνηθεί
ήσαστε συμφωνημένοι, -ες |
είχε συμφωνήσει
είχε συμφωνημένο |
είχαν συμφωνήσει
είχαν συμφωνημένο |
είχε συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένος, -η, -ο |
είχαν συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα συμφωνώ |
θα συμφωνούμε |
θα συμφωνούμαι |
θα συμφωνούμαστε |
θα συμφωνείς |
θα συμφωνείτε |
θα συμφωνείσαι |
θα συμφωνείστε |
θα συμφωνεί |
θα συμφωνούν(ε) |
θα συμφωνείται |
θα συμφωνούνται |
Simp Fut |
θα συμφωνήσω |
θα συμφωνήσουμε |
θα συμφωνηθώ |
θα συμφωνηθούμε |
θα συμφωνήσεις |
θα συμφωνήσετε |
θα συμφωνηθείς |
θα συμφωνηθείτε |
θα συμφωνήσει |
θα συμφωνήσουν(ε) |
θα συμφωνηθεί |
θα συμφωνηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω συμφωνήσει
θα έχω συμφωνημένο |
θα έχουμε συμφωνήσει
θα έχουμε συμφωνημένο |
θα έχω συμφωνηθεί
θα είμαι συμφωνημένος, -η |
θα έχουμε συμφωνηθεί
θα είμαστε συμφωνημένοι, -ες |
θα έχεις συμφωνήσει
θα έχεις συμφωνημένο |
θα έχετε συμφωνήσει
θα έχετε συμφωνημένο |
θα έχεις συμφωνηθεί
θα είσαι συμφωνημένος, -η |
θα έχετε συμφωνηθεί
θα είστε συμφωνημένοι, -η |
θα έχει συμφωνήσει
θα έχει συμφωνημένο |
θα έχουν συμφωνήσει
θα έχουν συμφωνημένο |
θα έχει συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένος, -η, -ο |
θα έχουν συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συμφωνώ |
να συμφωνούμε |
να συμφωνούμαι |
να συμφωνούμαστε |
να συμφωνείς |
να συμφωνείτε |
να συμφωνείσαι |
να συμφωνείστε |
να συμφωνεί |
να συμφωνούν(ε) |
να συμφωνείται |
να συμφωνούνται |
Aorist |
να συμφωνήσω |
να συμφωνήσουμε, να συμφωνήσομε |
να συμφωνηθώ |
να συμφωνηθούμε |
να συμφωνήσεις |
να συμφωνήσετε |
να συμφωνηθείς |
να συμφωνηθείτε |
να συμφωνήσει |
να συμφωνήσουν(ε) |
να συμφωνηθεί |
να συμφωνηθούν(ε) |
Perf |
να έχω συμφωνήσει
να έχω συμφωνημένο |
να έχουμε συμφωνήσει
να έχουμε συμφωνημένο |
να έχω συμφωνηθεί
να είμαι συμφωνημένος, -η |
να έχουμε συμφωνηθεί
να είμαστε συμφωνημένοι, -ες |
να έχεις συμφωνήσει
να έχεις συμφωνημένο |
να έχετε συμφωνήσει
να έχετε συμφωνημένο |
να έχεις συμφωνηθεί
να είσαι συμφωνημένος, -η |
να έχετε συμφωνηθεί
να είστε συμφωνημένοι, -ες |
να έχει συμφωνήσει
να έχει συμφωνημένο |
να έχουν συμφωνήσει
να έχουν συμφωνημένο |
να έχει συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένος, -η, -ο |
να έχουν συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
συμφωνείτε |
|
συμφωνείστε |
Aorist |
συμφώνησε |
συμφωνήστε, συμφωνήσετε |
συμφωνήσου |
συμφωνηθείτε |
Part iciple |
Pres |
συμφωνώντας |
|
|
Perf |
έχοντας συμφωνήσει, έχοντας συμφωνημένο |
συμφωνημένος, -η, -ο |
συμφωνημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
συμφωνήσει |
συμφωνηθεί |