ΣΥΜΦΙΛΙΩΝΩ I reconcile |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συμφιλιώνω | συμφιλιώνουμε, συμφιλιώνομε | συμφιλιώνομαι | συμφιλιωνόμαστε |
συμφιλιώνεις | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνεσαι | συμφιλιώνεστε, συμφιλιωνόσαστε | ||
συμφιλιώνει | συμφιλιώνουν(ε) | συμφιλιώνεται | συμφιλιώνονται | ||
Imper fect |
συμφιλίωνα | συμφιλιώναμε | συμφιλιωνόμουν(α) | συμφιλιωνόμαστε, συμφιλιωνόμασταν | |
συμφιλίωνες | συμφιλιώνατε | συμφιλιωνόσουν(α) | συμφιλιωνόσαστε, συμφιλιωνόσασταν | ||
συμφιλίωνε | συμφιλίωναν, συμφιλιώναν(ε) | συμφιλιωνόταν(ε) | συμφιλιώνονταν, συμφιλιωνόντανε, συμφιλιωνόντουσαν | ||
Aorist | συμφιλίωσα | συμφιλιώσαμε | συμφιλιώθηκα | συμφιλιωθήκαμε | |
συμφιλίωσες | συμφιλιώσατε | συμφιλιώθηκες | συμφιλιωθήκατε | ||
συμφιλίωσε | συμφιλίωσαν, συμφιλιώσαν(ε) | συμφιλιώθηκε | συμφιλιώθηκαν, συμφιλιωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα συμφιλιώνω | θα συμφιλιώνουμε, |
θα συμφιλιώνομαι | θα συμφιλιωνόμαστε | |
θα συμφιλιώνεις | θα συμφιλιώνετε | θα συμφιλιώνεσαι | θα συμφιλιώνεστε, |
||
θα συμφιλιώνει | θα συμφιλιώνουν(ε) | θα συμφιλιώνεται | θα συμφιλιώνονται | ||
Simp Fut |
θα συμφιλιώσω | θα συμφιλιώσουμε, |
θα συμφιλιωθώ | θα συμφιλιωθούμε | |
θα συμφιλιώσεις | θα συμφιλιώσετε | θα συμφιλιωθείς | θα συμφιλιωθείτε | ||
θα συμφιλιώσει | θα συμφιλιώσουν | θα συμφιλιωθεί | θα συμφιλιωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συμφιλιώνω | να συμφιλιώνουμε, |
να συμφιλιώνομαι | να συμφιλιωνόμαστε |
να συμφιλιώνεις | να συμφιλιώνετε | να συμφιλιώνεσαι | να συμφιλιώνεστε, |
||
να συμφιλιώνει | να συμφιλιώνουν(ε) | να συμφιλιώνεται | να συμφιλιώνονται | ||
Aorist | να συμφιλιώσω | να συμφιλιώσουμε, |
να συμφιλιωθώ | να συμφιλιωθούμε | |
να συμφιλιώσεις | να συμφιλιώσετε | να συμφιλιωθείς | να συμφιλιωθείτε | ||
να συμφιλιώσει | να συμφιλιώσουν(ε) | να συμφιλιωθεί | να συμφιλιωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συμφιλιώσει να έχεις συμφιλιωμένο |
να έχετε συμφιλιώσει να έχετε συμφιλιωμένο |
να έχεις συμφιλιωθεί να είσαι συμφιλιωμένος, -η |
να έχετε συμφιλιωθεί να είστε συμφιλιωμένοι, -ες |
||
να έχει συμφιλιώσει να έχει συμφιλιωμένο |
να έχουν συμφιλιώσει να έχουν συμφιλιωμένο |
να έχει συμφιλιωθεί |
να έχουν συμφιλιωθεί |
||
Imper ative |
Pres | συμφιλίωνε | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνεστε | |
Aorist | συμφιλίωσε | συμφιλιώστε, συμφιλιώσετε | συμφιλιώσου | συμφιλιωθείτε | |
Part iciple |
Pres | συμφιλιώνοντας | |||
Perf | έχοντας συμφιλιώσει, |
συμφιλιωμένος, -η, -ο | συμφιλιωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμφιλιώσει | συμφιλιωθεί |