| ΣΥΜΠΛΗ.. I complete |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συμπληρώνω | συμπληρώνουμε, συμπληρώνομε | συμπληρώνομαι | συμπληρωνόμαστε |
| συμπληρώνεις | συμπληρώνετε | συμπληρώνεσαι | συμπληρώνεστε, συμπληρωνόσαστε | ||
| συμπληρώνει | συμπληρώνουν(ε) | συμπληρώνεται | συμπληρώνονται | ||
| Imper fect |
συμπλήρωνα | συμπληρώναμε | συμπληρωνόμουν(α) | συμπληρωνόμαστε, συμπληρωνόμασταν | |
| συμπλήρωνες | συμπληρώνατε | συμπληρωνόσουν(α) | συμπληρωνόσαστε, συμπληρωνόσασταν | ||
| συμπλήρωνε | συμπλήρωναν, συμπληρώναν(ε) | συμπληρωνόταν(ε) | συμπληρώνονταν, συμπληρωνόντανε, συμπληρωνόντουσαν | ||
| Aorist | συμπλήρωσα | συμπληρώσαμε | συμπληρώθηκα | συμπληρωθήκαμε | |
| συμπλήρωσες | συμπληρώσατε | συμπληρώθηκες | συμπληρωθήκατε | ||
| συμπλήρωσε | συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν(ε) | συμπληρώθηκε | συμπληρώθηκαν, συμπληρωθήκαν(ε) | ||
| Per fect |
|||||
| Plu per fect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα συμπληρώνω | θα συμπληρώνουμε, |
θα συμπληρώνομαι | θα συμπληρωνόμαστε | |
| θα συμπληρώνεις | θα συμπληρώνετε | θα συμπληρώνεσαι | θα συμπληρώνεστε, |
||
| θα συμπληρώνει | θα συμπληρώνουν(ε) | θα συμπληρώνεται | θα συμπληρώνονται | ||
| Simp Fut |
θα συμπληρώσω | θα συμπληρώσουμε, |
θα συμπληρωθώ | θα συμπληρωθούμε | |
| θα συμπληρώσεις | θα συμπληρώσετε | θα συμπληρωθείς | θα συμπληρωθείτε | ||
| θα συμπληρώσει | θα συμπληρώσουν | θα συμπληρωθεί | θα συμπληρωθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συμπληρώνω | να συμπληρώνουμε, |
να συμπληρώνομαι | να συμπληρωνόμαστε |
| να συμπληρώνεις | να συμπληρώνετε | να συμπληρώνεσαι | να συμπληρώνεστε, |
||
| να συμπληρώνει | να συμπληρώνουν(ε) | να συμπληρώνεται | να συμπληρώνονται | ||
| Aorist | να συμπληρώσω | να συμπληρώσουμε, |
να συμπληρωθώ | να συμπληρωθούμε | |
| να συμπληρώσεις | να συμπληρώσετε | να συμπληρωθείς | να συμπληρωθείτε | ||
| να συμπληρώσει | να συμπληρώσουν(ε) | να συμπληρωθεί | να συμπληρωθούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| να έχεις συμπληρώσει να έχεις συμπληρωμένο |
να έχετε συμπληρώσει να έχετε συμπληρωμένο |
να έχεις συμπληρωθεί να είσαι συμπληρωμένος, -η |
να έχετε συμπληρωθεί να είστε συμπληρωμένοι, -ες |
||
| να έχει συμπληρώσει να έχει συμπληρωμένο |
να έχουν συμπληρώσει να έχουν συμπληρωμένο |
να έχει συμπληρωθεί |
να έχουν συμπληρωθεί |
||
| Imper ative |
Pres | συμπλήρωνε | συμπληρώνετε | συμπληρώνεστε | |
| Aorist | συμπλήρωσε | συμπληρώστε, συμπληρώσετε | συμπληρώσου | συμπληρωθείτε | |
| Part iciple |
Pres | συμπληρώνοντας | |||
| Perf | έχοντας συμπληρώσει, |
συμπληρωμένος, -η, -ο | συμπληρωμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | συμπληρώσει | συμπληρωθεί | ||