[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΥΜΠΛΗ..
I complete
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συμπληρώνω συμπληρώνουμε, συμπληρώνομε συμπληρώνομαι συμπληρωνόμαστε
συμπληρώνεις συμπληρώνετε συμπληρώνεσαι συμπληρώνεστε, συμπληρωνόσαστε
συμπληρώνει συμπληρώνουν(ε) συμπληρώνεται συμπληρώνονται
Imper
fect
συμπλήρωνα συμπληρώναμε συμπληρωνόμουν(α) συμπληρωνόμαστε, συμπληρωνόμασταν
συμπλήρωνες συμπληρώνατε συμπληρωνόσουν(α) συμπληρωνόσαστε, συμπληρωνόσασταν
συμπλήρωνε συμπλήρωναν, συμπληρώναν(ε) συμπληρωνόταν(ε) συμπληρώνονταν, συμπληρωνόντανε, συμπληρωνόντουσαν
Aorist συμπλήρωσα συμπληρώσαμε συμπληρώθηκα συμπληρωθήκαμε
συμπλήρωσες συμπληρώσατε συμπληρώθηκες συμπληρωθήκατε
συμπλήρωσε συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν(ε) συμπληρώθηκε συμπληρώθηκαν, συμπληρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω συμπληρώσει
έχω συμπληρωμένο
έχουμε συμπληρώσει
έχουμε συμπληρωμένο
έχω συμπληρωθεί
είμαι συμπληρωμένος, -η
έχουμε συμπληρωθεί
είμαστε συμπληρωμένοι, -ες
έχεις συμπληρώσει
έχεις συμπληρωμένο
έχετε συμπληρώσει
έχετε συμπληρωμένο
έχεις συμπληρωθεί
είσαι συμπληρωμένος, -η
έχετε συμπληρωθεί
είστε συμπληρωμένοι, -ες
έχει συμπληρώσει
έχει συμπληρωμένο
έχουν συμπληρώσει
έχουν συμπληρωμένο
έχει συμπληρωθεί
είναι συμπληρωμένος, -η, -ο
έχουν συμπληρωθεί
είναι συμπληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα συμπληρώσει
είχα συμπληρωμένο
είχαμε συμπληρώσει
είχαμε συμπληρωμένο
είχα συμπληρωθεί
ήμουν συμπληρωμένος, -η
είχαμε συμπληρωθεί
ήμαστε συμπληρωμένοι, -ες
είχες συμπληρώσει
είχες συμπληρωμένο
είχατε συμπληρώσει
είχατε συμπληρωμένο
είχες συμπληρωθεί
ήσουν συμπληρωμένος, -η
είχατε συμπληρωθεί
ήσαστε συμπληρωμένοι, -ες
είχε συμπληρώσει
είχε συμπληρωμένο
είχαν συμπληρώσει
είχαν συμπληρωμένο
είχε συμπληρωθεί
ήταν συμπληρωμένος, -η, -ο
είχαν συμπληρωθεί
ήταν συμπληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συμπληρώνω θα συμπληρώνουμε, θα συμπληρώνομε θα συμπληρώνομαι θα συμπληρωνόμαστε
θα συμπληρώνεις θα συμπληρώνετε θα συμπληρώνεσαι θα συμπληρώνεστε, θα συμπληρωνόσαστε
θα συμπληρώνει θα συμπληρώνουν(ε) θα συμπληρώνεται θα συμπληρώνονται
Simp
Fut
θα συμπληρώσω θα συμπληρώσουμε, θα συμπληρώσομε θα συμπληρωθώ θα συμπληρωθούμε
θα συμπληρώσεις θα συμπληρώσετε θα συμπληρωθείς θα συμπληρωθείτε
θα συμπληρώσει θα συμπληρώσουν θα συμπληρωθεί θα συμπληρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συμπληρώσει
θα έχω συμπληρωμένο
θα έχουμε συμπληρώσει
θα έχουμε συμπληρωμένο
θα έχω συμπληρωθεί
θα είμαι συμπληρωμένος, -η
θα έχουμε συμπληρωθεί
θα είμαστε συμπληρωμένοι, -ες
θα έχεις συμπληρώσει
θα έχεις συμπληρωμένο
θα έχετε συμπληρώσει
θα έχετε συμπληρωμένο
θα έχεις συμπληρωθεί
θα είσαι συμπληρωμένος, -η
θα έχετε συμπληρωθεί
θα είστε συμπληρωμένοι, -ες
θα έχει συμπληρώσει
θα έχει συμπληρωμένο
θα έχουν συμπληρώσει
θα έχουν συμπληρωμένο
θα έχει συμπληρωθεί
θα είναι συμπληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν συμπληρωθεί
θα είναι συμπληρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συμπληρώνω να συμπληρώνουμε, να συμπληρώνομε να συμπληρώνομαι να συμπληρωνόμαστε
να συμπληρώνεις να συμπληρώνετε να συμπληρώνεσαι να συμπληρώνεστε, να συμπληρωνόσαστε
να συμπληρώνει να συμπληρώνουν(ε) να συμπληρώνεται να συμπληρώνονται
Aorist να συμπληρώσω να συμπληρώσουμε, να συμπληρώσομε να συμπληρωθώ να συμπληρωθούμε
να συμπληρώσεις να συμπληρώσετε να συμπληρωθείς να συμπληρωθείτε
να συμπληρώσει να συμπληρώσουν(ε) να συμπληρωθεί να συμπληρωθούν(ε)
Perf να έχω συμπληρώσει
να έχω συμπληρωμένο
να έχουμε συμπληρώσει
να έχουμε συμπληρωμένο
να έχω συμπληρωθεί
να είμαι συμπληρωμένος, -η
να έχουμε συμπληρωθεί
να είμαστε συμπληρωμένοι, -ες
να έχεις συμπληρώσει
να έχεις συμπληρωμένο
να έχετε συμπληρώσει
να έχετε συμπληρωμένο
να έχεις συμπληρωθεί
να είσαι συμπληρωμένος, -η
να έχετε συμπληρωθεί
να είστε συμπληρωμένοι, -ες
να έχει συμπληρώσει
να έχει συμπληρωμένο
να έχουν συμπληρώσει
να έχουν συμπληρωμένο
να έχει συμπληρωθεί
να είναι συμπληρωμένος, -η, -ο
να έχουν συμπληρωθεί
να είναι συμπληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres συμπλήρωνε συμπληρώνετε συμπληρώνεστε
Aorist συμπλήρωσε συμπληρώστε, συμπληρώσετε συμπληρώσου συμπληρωθείτε
Part
iciple
Pres συμπληρώνοντας
Perf έχοντας συμπληρώσει, έχοντας συμπληρωμένο συμπληρωμένος, -η, -ο συμπληρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist συμπληρώσει συμπληρωθεί