| ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΩ I land |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προσγειώνω | προσγειώνουμε, προσγειώνομε | προσγειώνομαι | προσγειωνόμαστε |
| προσγειώνεις | προσγειώνετε | προσγειώνεσαι | προσγειώνεστε, προσγειωνόσαστε | ||
| προσγειώνει | προσγειώνουν(ε) | προσγειώνεται | προσγειώνονται | ||
| Imper fect |
προσγείωνα | προσγειώναμε | προσγειωνόμουν(α) | προσγειωνόμαστε, προσγειωνόμασταν | |
| προσγείωνες | προσγειώνατε | προσγειωνόσουν(α) | προσγειωνόσαστε, προσγειωνόσασταν | ||
| προσγείωνε | προσγείωναν, προσγειώναν(ε) | προσγειωνόταν(ε) | προσγειώνονταν, προσγειωνόντανε, προσγειωνόντουσαν | ||
| Aorist | προσγείωσα | προσγειώσαμε | προσγειώθηκα | προσγειωθήκαμε | |
| προσγείωσες | προσγειώσατε | προσγειώθηκες | προσγειωθήκατε | ||
| προσγείωσε | προσγείωσαν, προσγειώσαν(ε) | προσγειώθηκε | προσγειώθηκαν, προσγειωθήκαν(ε) | ||
| Per fect |
|||||
| Plu per fect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα προσγειώνω | θα προσγειώνουμε, |
θα προσγειώνομαι | θα προσγειωνόμαστε | |
| θα προσγειώνεις | θα προσγειώνετε | θα προσγειώνεσαι | θα προσγειώνεστε, |
||
| θα προσγειώνει | θα προσγειώνουν(ε) | θα προσγειώνεται | θα προσγειώνονται | ||
| Simp Fut |
θα προσγειώσω | θα προσγειώσουμε, |
θα προσγειωθώ | θα προσγειωθούμε | |
| θα προσγειώσεις | θα προσγειώσετε | θα προσγειωθείς | θα προσγειωθείτε | ||
| θα προσγειώσει | θα προσγειώσουν | θα προσγειωθεί | θα προσγειωθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προσγειώνω | να προσγειώνουμε, |
να προσγειώνομαι | να προσγειωνόμαστε |
| να προσγειώνεις | να προσγειώνετε | να προσγειώνεσαι | να προσγειώνεστε, |
||
| να προσγειώνει | να προσγειώνουν(ε) | να προσγειώνεται | να προσγειώνονται | ||
| Aorist | να προσγειώσω | να προσγειώσουμε, |
να προσγειωθώ | να προσγειωθούμε | |
| να προσγειώσεις | να προσγειώσετε | να προσγειωθείς | να προσγειωθείτε | ||
| να προσγειώσει | να προσγειώσουν(ε) | να προσγειωθεί | να προσγειωθούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| να έχεις προσγειώσει να έχεις προσγειωμένο |
να έχετε προσγειώσει να έχετε προσγειωμένο |
να έχεις προσγειωθεί να είσαι προσγειωμένος, -η |
να έχετε προσγειωθεί να είστε προσγειωμένοι, -ες |
||
| να έχει προσγειώσει να έχει προσγειωμένο |
να έχουν προσγειώσει να έχουν προσγειωμένο |
να έχει προσγειωθεί |
να έχουν προσγειωθεί |
||
| Imper ative |
Pres | προσγείωνε | προσγειώνετε | προσγειώνεστε | |
| Aorist | προσγείωσε | προσγειώστε, προσγειώσετε | προσγειώσου | προσγειωθείτε | |
| Part iciple |
Pres | προσγειώνοντας | |||
| Perf | έχοντας προσγειώσει, |
προσγειωμένος, -η, -ο | προσγειωμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | προσγειώσει | προσγειωθεί | ||