ΠΛΗΓΩΝΩ I wound |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πληγώνω | πληγώνουμε, πληγώνομε | πληγώνομαι | πληγωνόμαστε |
πληγώνεις | πληγώνετε | πληγώνεσαι | πληγώνεστε, πληγωνόσαστε | ||
πληγώνει | πληγώνουν(ε) | πληγώνεται | πληγώνονται | ||
Imper fect |
πλήγωνα | πληγώναμε | πληγωνόμουν(α) | πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν | |
πλήγωνες | πληγώνατε | πληγωνόσουν(α) | πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν | ||
πλήγωνε | πλήγωναν, πληγώναν(ε) | πληγωνόταν(ε) | πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν | ||
Aorist | πλήγωσα | πληγώσαμε | πληγώθηκα | πληγωθήκαμε | |
πλήγωσες | πληγώσατε | πληγώθηκες | πληγωθήκατε | ||
πλήγωσε | πλήγωσαν, πληγώσαν(ε) | πληγώθηκε | πληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα πληγώνω | θα πληγώνουμε, |
θα πληγώνομαι | θα πληγωνόμαστε | |
θα πληγώνεις | θα πληγώνετε | θα πληγώνεσαι | θα πληγώνεστε, |
||
θα πληγώνει | θα πληγώνουν(ε) | θα πληγώνεται | θα πληγώνονται | ||
Simp Fut |
θα πληγώσω | θα πληγώσουμε, |
θα πληγωθώ | θα πληγωθούμε | |
θα πληγώσεις | θα πληγώσετε | θα πληγωθείς | θα πληγωθείτε | ||
θα πληγώσει | θα πληγώσουν | θα πληγωθεί | θα πληγωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πληγώνω | να πληγώνουμε, |
να πληγώνομαι | να πληγωνόμαστε |
να πληγώνεις | να πληγώνετε | να πληγώνεσαι | να πληγώνεστε, |
||
να πληγώνει | να πληγώνουν(ε) | να πληγώνεται | να πληγώνονται | ||
Aorist | να πληγώσω | να πληγώσουμε, |
να πληγωθώ | να πληγωθούμε | |
να πληγώσεις | να πληγώσετε | να πληγωθείς | να πληγωθείτε | ||
να πληγώσει | να πληγώσουν(ε) | να πληγωθεί | να πληγωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις πληγώσει να έχεις πληγωμένο |
να έχετε πληγώσει να έχετε πληγωμένο |
να έχεις πληγωθεί να είσαι πληγωμένος, -η |
να έχετε πληγωθεί να είστε πληγωμένοι, -ες |
||
να έχει πληγώσει να έχει πληγωμένο |
να έχουν πληγώσει να έχουν πληγωμένο |
να έχει πληγωθεί |
να έχουν πληγωθεί |
||
Imper ative |
Pres | πλήγωνε | πληγώνετε | πληγώνεστε | |
Aorist | πλήγωσε | πληγώστε, πληγώσετε | πληγώσου | πληγωθείτε | |
Part iciple |
Pres | πληγώνοντας | |||
Perf | έχοντας πληγώσει, |
πληγωμένος, -η, -ο | πληγωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληγώσει | πληγωθεί |