[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΤΡΕΦΩ
I turn
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στρέφω στρέφουμε, στρέφομε στρέφομαι στρεφόμαστε
στρέφεις στρέφετε στρέφεσαι στρέφεστε, στρεφόσαστε
στρέφει στρέφουν(ε) στρέφεται στρέφονται
Imper
fect
έστρεφα στρέφαμε στρεφόμουν(α) στρεφόμαστε, στρεφόμασταν
έστρεφες στρέφατε στρεφόσουν(α) στρεφόσαστε, στρεφόσασταν
έστρεφε έστρεφαν, στρέφαν(ε) στρεφόταν(ε) στρέφονταν, στρεφόντανε, στρεφόντουσαν
Aorist έστρεψα στρέψαμε στράφηκα στραφήκαμε
έστρεψες στρέψατε στράφηκες στραφήκατε
έστρεψε έστρεψαν, στρέψαν(ε) στράφηκε στράφηκαν, στραφήκαν(ε)
Per
fect
έχω στρέψει
έχω στραμμένο
έχουμε στρέψει
έχουμε στραμμένο
έχω στραφεί
είμαι στραμμένος, -η
έχουμε στραφεί
είμαστε στραμμένοι, -ες
έχεις στρέψει
έχεις στραμμένο
έχετε στρέψει
έχετε στραμμένο
έχεις στραφεί
είσαι στραμμένος, -η
έχετε στραφεί
είστε στραμμένοι, -ες
έχει στρέψει
έχει στραμμένο
έχουν στρέψει
έχουν στραμμένο
έχει στραφεί
είναι στραμμένος, -η, -ο
έχουν στραφεί
είναι στραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα στρέψει
είχα στραμμένο
είχαμε στρέψει
είχαμε στραμμένο
είχα στραφεί
ήμουν στραμμένος, -η
είχαμε στραφεί
ήμαστε στραμμένοι, -ες
είχες στρέψει
είχες στραμμένο
είχατε στρέψει
είχατε στραμμένο
είχες στραφεί
ήσουν στραμμένος, -η
είχατε στραφεί
ήσαστε στραμμένοι, -ες
είχε στρέψει
είχε στραμμένο
είχαν στρέψει
είχαν στραμμένο
είχε στραφεί
ήταν στραμμένος, -η, -ο
είχαν στραφεί
ήταν στραμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα στρέφω θα στρέφουμε, θα στρέφομε θα στρέφομαι θα στρεφόμαστε
θα στρέφεις θα στρέφετε θα στρέφεσαι θα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε
θα στρέφει θα στρέφουν(ε) θα στρέφεται θα στρέφονται
Simp
Fut
θα στρέψω θα στρέψουμε, θα στρέψομε θα στραφώ θα στραφούμε
θα στρέψεις θα στρέψετε θα στραφείς θα στραφείτε
θα στρέψει θα στρέψουν(ε) θα στραφεί θα στραφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στρέψει
θα έχω στραμμένο
θα έχουμε στρέψει
θα έχουμε στραμμένο
θα έχω στραφεί
θα είμαι στραμμένος, -η
θα έχουμε στραφεί
θα είμαστε στραμμένοι, -ες
θα έχεις στρέψει
θα έχεις στραμμένο
θα έχετε στρέψει
θα έχετε στραμμένο
θα έχεις στραφεί
θα είσαι στραμμένος, -η
θα έχετε στραφεί
θα είστε στραμμένοι, -ες
θα έχει στρέψει
θα έχει στραμμένο
θα έχουν στρέψει
θα έχουν στραμμένο
θα έχει στραφεί
θα είναι στραμμένος, -η, -ο
θα έχουν στραφεί
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στρέφω να στρέφουμε, να στρέφομε να στρέφομαι να στρεφόμαστε
να στρέφεις να στρέφετε να στρέφεσαι να στρέφεστε, να στρεφόσαστε
να στρέφει να στρέφουν(ε) να στρέφεται να στρέφονται
Aorist να στρέψω να στρέψουμε, να στρέψομε να στραφώ να στραφούμε
να στρέψεις να στρέψετε να στραφείς να στραφείτε
να στρέψει να στρέψουν(ε) να στραφεί να στρεφούν(ε)
Perf να έχω στρέψει
να έχω στραμμένο
να έχουμε στρέψει
να έχουμε στραμμένο
να έχω στραφεί
να είμαι στραμμένος, -η
να έχουμε στραφεί
να είμαστε στραμμένοι, -ες
να έχεις στρέψει
να έχεις στραμμένο
να έχετε στρέψει
να έχετε στραμμένο
να έχεις στραφεί
να είσαι στραμμένος, -η
να έχετε στραφεί
να είστε στραμμένοι, -ες
να έχει στρέψει
να έχει στραμμένο
να έχουν στρέψει
να έχουν στραμμένο
να έχει στραφεί
να είναι στραμμένος, -η, -ο
να έχουν στραφεί
να είναι στραμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έστρεφε στρέφετε στρέφεστε
Aorist έστρεψε στρέψτε, στράφε στρέψου στραφείτε
Part
iciple
Pres στρέφοντας στρεφόμενος
Perf έχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένο στραμμένος, -η, -ο στραμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist στρέψει στραφεί