ΣΤΡΕΦΩ I turn |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στρέφω |
στρέφουμε, στρέφομε |
στρέφομαι |
στρεφόμαστε |
στρέφεις |
στρέφετε |
στρέφεσαι |
στρέφεστε, στρεφόσαστε |
στρέφει |
στρέφουν(ε) |
στρέφεται |
στρέφονται |
Imper fect |
έστρεφα |
στρέφαμε |
στρεφόμουν(α) |
στρεφόμαστε, στρεφόμασταν |
έστρεφες |
στρέφατε |
στρεφόσουν(α) |
στρεφόσαστε, στρεφόσασταν |
έστρεφε |
έστρεφαν, στρέφαν(ε) |
στρεφόταν(ε) |
στρέφονταν, στρεφόντανε, στρεφόντουσαν |
Aorist |
έστρεψα |
στρέψαμε |
στράφηκα |
στραφήκαμε |
έστρεψες |
στρέψατε |
στράφηκες |
στραφήκατε |
έστρεψε |
έστρεψαν, στρέψαν(ε) |
στράφηκε |
στράφηκαν, στραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω στρέψει
έχω στραμμένο |
έχουμε στρέψει
έχουμε στραμμένο |
έχω στραφεί
είμαι στραμμένος, -η |
έχουμε στραφεί
είμαστε στραμμένοι, -ες |
έχεις στρέψει
έχεις στραμμένο |
έχετε στρέψει
έχετε στραμμένο |
έχεις στραφεί
είσαι στραμμένος, -η |
έχετε στραφεί
είστε στραμμένοι, -ες |
έχει στρέψει
έχει στραμμένο |
έχουν στρέψει
έχουν στραμμένο |
έχει στραφεί
είναι στραμμένος, -η, -ο |
έχουν στραφεί
είναι στραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα στρέψει
είχα στραμμένο |
είχαμε στρέψει
είχαμε στραμμένο |
είχα στραφεί
ήμουν στραμμένος, -η |
είχαμε στραφεί
ήμαστε στραμμένοι, -ες |
είχες στρέψει
είχες στραμμένο |
είχατε στρέψει
είχατε στραμμένο |
είχες στραφεί
ήσουν στραμμένος, -η |
είχατε στραφεί
ήσαστε στραμμένοι, -ες |
είχε στρέψει
είχε στραμμένο |
είχαν στρέψει
είχαν στραμμένο |
είχε στραφεί
ήταν στραμμένος, -η, -ο |
είχαν στραφεί
ήταν στραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα στρέφω |
θα στρέφουμε, θα στρέφομε |
θα στρέφομαι |
θα στρεφόμαστε |
θα στρέφεις |
θα στρέφετε |
θα στρέφεσαι |
θα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε |
θα στρέφει |
θα στρέφουν(ε) |
θα στρέφεται |
θα στρέφονται |
Simp Fut |
θα στρέψω |
θα στρέψουμε, θα στρέψομε |
θα στραφώ |
θα στραφούμε |
θα στρέψεις |
θα στρέψετε |
θα στραφείς |
θα στραφείτε |
θα στρέψει |
θα στρέψουν(ε) |
θα στραφεί |
θα στραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω στρέψει
θα έχω στραμμένο |
θα έχουμε στρέψει
θα έχουμε στραμμένο |
θα έχω στραφεί
θα είμαι στραμμένος, -η |
θα έχουμε στραφεί
θα είμαστε στραμμένοι, -ες |
θα έχεις στρέψει
θα έχεις στραμμένο |
θα έχετε στρέψει
θα έχετε στραμμένο |
θα έχεις στραφεί
θα είσαι στραμμένος, -η |
θα έχετε στραφεί
θα είστε στραμμένοι, -ες |
θα έχει στρέψει
θα έχει στραμμένο |
θα έχουν στρέψει
θα έχουν στραμμένο |
θα έχει στραφεί
θα είναι στραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν στραφεί
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στρέφω |
να στρέφουμε, να στρέφομε |
να στρέφομαι |
να στρεφόμαστε |
να στρέφεις |
να στρέφετε |
να στρέφεσαι |
να στρέφεστε, να στρεφόσαστε |
να στρέφει |
να στρέφουν(ε) |
να στρέφεται |
να στρέφονται |
Aorist |
να στρέψω |
να στρέψουμε, να στρέψομε |
να στραφώ |
να στραφούμε |
να στρέψεις |
να στρέψετε |
να στραφείς |
να στραφείτε |
να στρέψει |
να στρέψουν(ε) |
να στραφεί |
να στρεφούν(ε) |
Perf |
να έχω στρέψει
να έχω στραμμένο |
να έχουμε στρέψει
να έχουμε στραμμένο |
να έχω στραφεί
να είμαι στραμμένος, -η |
να έχουμε στραφεί
να είμαστε στραμμένοι, -ες |
να έχεις στρέψει
να έχεις στραμμένο |
να έχετε στρέψει
να έχετε στραμμένο |
να έχεις στραφεί
να είσαι στραμμένος, -η |
να έχετε στραφεί
να είστε στραμμένοι, -ες |
να έχει στρέψει
να έχει στραμμένο |
να έχουν στρέψει
να έχουν στραμμένο |
να έχει στραφεί
να είναι στραμμένος, -η, -ο |
να έχουν στραφεί
να είναι στραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
έστρεφε |
στρέφετε |
|
στρέφεστε |
Aorist |
έστρεψε |
στρέψτε, στράφε |
στρέψου |
στραφείτε |
Part iciple |
Pres |
στρέφοντας |
στρεφόμενος |
Perf |
έχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένο |
στραμμένος, -η, -ο |
στραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
στρέψει |
στραφεί |