ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΩ I rotate |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
περιστρέφω |
περιστρέφουμε, περιστρέφομε |
περιστρέφομαι |
περιστρεφόμαστε |
περιστρέφεις |
περιστρέφετε |
περιστρέφεσαι |
περιστρέφεστε, περιστρεφόσαστε |
περιστρέφει |
περιστρέφουν(ε) |
περιστρέφεται |
περιστρέφονται |
Imper fect |
περιέστρεφα |
περιστρέφαμε |
περιστρεφόμουν(α) |
περιστρεφόμαστε, περιστρεφόμασταν |
περιέστρεφες |
περιστρέφατε |
περιστρεφόσουν(α) |
περιστρεφόσαστε, περιστρεφόσασταν |
περιέστρεφε |
περιέστρεφαν, περιστρέφαν(ε) |
περιστρεφόταν(ε) |
περιστρέφονταν, περιστρεφόντανε, περιστρεφόντουσαν |
Aorist |
περιέστρεψα |
περιστρέψαμε |
περιστράφηκα |
περιστραφήκαμε |
περιέστρεψες |
περιστρέψατε |
περιστράφηκες |
περιστραφήκατε |
περιέστρεψε |
περιέστρεψαν, περιστρέψαν(ε) |
περιστράφηκε |
περιστράφηκαν, περιστραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω περιστρέψει
έχω περιστραμμένο |
έχουμε περιστρέψει
έχουμε περιστραμμένο |
έχω περιστραφεί
είμαι περιστραμμένος, -η |
έχουμε περιστραφεί
είμαστε περιστραμμένοι, -ες |
έχεις περιστρέψει
έχεις περιστραμμένο |
έχετε περιστρέψει
έχετε περιστραμμένο |
έχεις περιστραφεί
είσαι περιστραμμένος, -η |
έχετε περιστραφεί
είστε περιστραμμένοι, -ες |
έχει περιστρέψει
έχει περιστραμμένο |
έχουν περιστρέψει
έχουν περιστραμμένο |
έχει περιστραφεί
είναι περιστραμμένος, -η, -ο |
έχουν περιστραφεί
είναι περιστραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα περιστρέψει
είχα περιστραμμένο |
είχαμε περιστρέψει
είχαμε περιστραμμένο |
είχα περιστραφεί
ήμουν περιστραμμένος, -η |
είχαμε περιστραφεί
ήμαστε περιστραμμένοι, -ες |
είχες περιστρέψει
είχες περιστραμμένο |
είχατε περιστρέψει
είχατε περιστραμμένο |
είχες περιστραφεί
ήσουν περιστραμμένος, -η |
είχατε περιστραφεί
ήσαστε περιστραμμένοι, -ες |
είχε περιστρέψει
είχε περιστραμμένο |
είχαν περιστρέψει
είχαν περιστραμμένο |
είχε περιστραφεί
ήταν περιστραμμένος, -η, -ο |
είχαν περιστραφεί
ήταν περιστραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα περιστρέφω |
θα περιστρέφουμε, θα περιστρέφομε |
θα περιστρέφομαι |
θα περιστρεφόμαστε |
θα περιστρέφεις |
θα περιστρέφετε |
θα περιστρέφεσαι |
θα περιστρέφεστε, θα περιστρεφόσαστε |
θα περιστρέφει |
θα περιστρέφουν(ε) |
θα περιστρέφεται |
θα περιστρέφονται |
Simp Fut |
θα περιστρέψω |
θα περιστρέψουμε, θα περιστρέψομε |
θα περιστραφώ |
θα περιστραφούμε |
θα περιστρέψεις |
θα περιστρέψετε |
θα περιστραφείς |
θα περιστραφείτε |
θα περιστρέψει |
θα περιστρέψουν(ε) |
θα περιστραφεί |
θα περιστραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω περιστρέψει
θα έχω περιστραμμένο |
θα έχουμε περιστρέψει
θα έχουμε περιστραμμένο |
θα έχω περιστραφεί
θα είμαι περιστραμμένος, -η |
θα έχουμε περιστραφεί
θα είμαστε περιστραμμένοι, -ες |
θα έχεις περιστρέψει
θα έχεις περιστραμμένο |
θα έχετε περιστρέψει
θα έχετε περιστραμμένο |
θα έχεις περιστραφεί
θα είσαι περιστραμμένος, -η |
θα έχετε περιστραφεί
θα είστε περιστραμμένοι, -ες |
θα έχει περιστρέψει
θα έχει περιστραμμένο |
θα έχουν περιστρέψει
θα έχουν περιστραμμένο |
θα έχει περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να περιστρέφω |
να περιστρέφουμε, να περιστρέφομε |
να περιστρέφομαι |
να περιστρεφόμαστε |
να περιστρέφεις |
να περιστρέφετε |
να περιστρέφεσαι |
να περιστρέφεστε, να περιστρεφόσαστε |
να περιστρέφει |
να περιστρέφουν(ε) |
να περιστρέφεται |
να περιστρέφονται |
Aorist |
να περιστρέψω |
να περιστρέψουμε, να περιστρέψομε |
να περιστραφώ |
να περιστραφούμε |
να περιστρέψεις |
να περιστρέψετε |
να περιστραφείς |
να περιστραφείτε |
να περιστρέψει |
να περιστρέψουν(ε) |
να περιστραφεί |
να περιστρεφούν(ε) |
Perf |
να έχω περιστρέψει
να έχω περιστραμμένο |
να έχουμε περιστρέψει
να έχουμε περιστραμμένο |
να έχω περιστραφεί
να είμαι περιστραμμένος, -η |
να έχουμε περιστραφεί
να είμαστε περιστραμμένοι, -ες |
να έχεις περιστρέψει
να έχεις περιστραμμένο |
να έχετε περιστρέψει
να έχετε περιστραμμένο |
να έχεις περιστραφεί
να είσαι περιστραμμένος, -η |
να έχετε περιστραφεί
να είστε περιστραμμένοι, -ες |
να έχει περιστρέψει
να έχει περιστραμμένο |
να έχουν περιστρέψει
να έχουν περιστραμμένο |
να έχει περιστραφεί
να είναι περιστραμμένος, -η, -ο |
να έχουν περιστραφεί
να είναι περιστραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
περιέστρεφε |
περιστρέφετε |
|
περιστρέφεστε |
Aorist |
περιέστρεψε |
περιστρέψτε, περιστράφε |
περιστρέψου |
περιστραφείτε |
Part iciple |
Pres |
περιστρέφοντας |
περιστρεφόμενος |
Perf |
έχοντας περιστρέψει, έχοντας περιστραμμένο |
περιστραμμένος, -η, -ο |
περιστραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
περιστρέψει |
περιστραφεί |