ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ I am left over |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
περισσεύω | περισσεύουμε, περισσεύομε |
περισσεύεις | περισσεύετε | ||
περισσεύει | περισσεύουν(ε) | ||
Imper fect |
περίσσευα | περισσεύαμε | |
περίσσευες | περισσεύατε | ||
περίσσευε | περίσσευαν, περισσεύαν(ε) | ||
Aorist | περίσσεψα | περισσέψαμε | |
περίσσεψες | περισσέψατε | ||
περίσσεψε | περίσσεψαν, περισσέψαν(ε) | ||
Per fect |
έχω περισσέψει | έχουμε περισσέψει | |
έχεις περισσέψει | έχετε περισσέψει | ||
έχει περισσέψει | έχουν περισσέψει | ||
Plu per fect |
είχα περισσέψει | είχαμε περισσέψει | |
είχες περισσέψει | είχατε περισσέψει | ||
είχε περισσέψει | είχαν περισσέψει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα περισσεύω | θα περισσεύουμε, θα περισσεύομε | |
θα περισσεύεις | θα περισσεύετε | ||
θα περισσεύει | θα περισσεύουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα περισσέψω | θα περισσέψουμε, θα περισσέψομε | |
θα περισσέψεις | θα περισσέψετε | ||
θα περισσέψει | θα περισσέψουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω περισσέψει | θα έχουμε περισσέψει | |
θα έχεις περισσέψει | θα έχετε περισσέψει | ||
θα έχει περισσέψει | θα έχουν περισσέψει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να περισσεύω | να περισσεύουμε, να περισσεύομε |
να περισσεύεις | να περισσεύετε | ||
να περισσεύει | να περισσεύουν(ε) | ||
Aorist | να περισσέψω | να περισσέψουμε, να περισσέψομε | |
να περισσέψεις | να περισσέψετε | ||
να περισσέψει | να περισσέψουν(ε) | ||
Perf | να έχω περισσέψει | να έχουμε περισσέψει | |
να έχεις περισσέψει | να έχετε περισσέψει | ||
να έχει περισσέψει | να έχουν περισσέψει | ||
Imper ative |
Pres | περίσσευε | περισσεύετε |
Aorist | περίσσεψε | περισσέψτε, περισσεύτε | |
Part iciple |
Pres | περισσεύοντας | |
Perf | έχοντας περισσέψει περισσευούμενα |
||
Infin | Aorist | περισσέψει |