ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ I publish |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δημοσιεύω |
δημοσιεύουμε, δημοσιεύομε |
δημοσιεύομαι |
δημοσιευόμαστε |
δημοσιεύεις |
δημοσιεύετε |
δημοσιεύεσαι |
δημοσιεύεστε, δημοσιευόσαστε |
δημοσιεύει |
δημοσιεύουν(ε) |
δημοσιεύεται |
δημοσιεύονται |
Imper fect |
δημοσίευα |
δημοσιεύαμε |
δημοσιευόμουν(α) |
δημοσιευόμαστε |
δημοσίευες |
δημοσιεύατε |
δημοσιευόσουν(α) |
δημοσιευόσαστε |
δημοσίευε |
δημοσίευαν, δημοσιεύαν(ε) |
δημοσιευόταν(ε) |
δημοσιεύονταν |
Aorist |
δημοσίευσα |
δημοσιεύσαμε |
δημοσιεύτηκα, δημοσιεύθηκα |
δημοσιευτήκαμε, δημοσιευθήκαμε |
δημοσίευσες |
δημοσιεύσατε |
δημοσιεύτηκες, δημοσιεύθηκες |
δημοσιευτήκατε, δημοσιευθήκατε |
δημοσίευσε |
δημοσίευσαν, δημοσιεύσαν(ε) |
δημοσιεύτηκε, δημοσιεύθηκε |
δημοσιεύτηκαν, δημοσιευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω δημοσιεύσει
έχω δημοσιευμένο |
έχουμε δημοσιεύσει
έχουμε δημοσιευμένο |
έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είμαι δημοσιευμένος, -η |
έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είμαστε δημοσιευμένοι, -ες |
έχεις δημοσιεύσει
έχεις δημοσιευμένο |
έχετε δημοσιεύσει
έχετε δημοσιευμένο |
έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είσαι δημοσιευμένος, -η |
έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είστε δημοσιευμένοι, -ες |
έχει δημοσιεύσει
έχει δημοσιευμένο |
έχουν δημοσιεύσει
έχουν δημοσιευμένο |
έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είναι δημοσιευμένος, -η, -ο |
έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα δημοσιεύσει
είχα δημοσιευμένο |
είχαμε δημοσιεύσει
είχαμε δημοσιευμένο |
είχα δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήμουν δημοσιευμένος, -η |
είχαμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήμαστε δημοσιευμένοι, -ες |
είχες δημοσιεύσει
είχες δημοσιευμένο |
είχατε δημοσιεύσει
είχατε δημοσιευμένο |
είχες δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήσουν δημοσιευμένος, -η |
είχατε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήσαστε δημοσιευμένοι, -ες |
είχε δημοσιεύσει
είχε δημοσιευμένο |
είχαν δημοσιεύσει
είχαν δημοσιευμένο |
είχε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήταν δημοσιευμένος, -η, -ο |
είχαν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήταν δημοσιευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δημοσιεύω |
θα δημοσιεύουμε, θα δημοσιεύομε |
θα δημοσιεύομαι |
θα δημοσιευόμαστε |
θα δημοσιεύεις |
θα δημοσιεύετε |
θα δημοσιεύεσαι |
θα δημοσιεύεστε, θα δημοσιευόσαστε |
θα δημοσιεύει |
θα δημοσιεύουν(ε) |
θα δημοσιεύεται |
θα δημοσιεύονται |
Simp Fut |
θα δημοσιεύσω |
θα δημοσιεύσουμε, θα δημοσιεύσομε |
θα δημοσιευτώ, θα δημοσιευθώ |
θα δημοσιευτούμε, θα δημοσιευθούμε |
θα δημοσιεύσεις |
θα δημοσιεύσετε |
θα δημοσιευτείς, θα δημοσιευθείς |
θα δημοσιευτείτε, θα δημοσιευθείτε |
θα δημοσιεύσει |
θα δημοσιεύσουν(ε) |
θα δημοσιευτεί, θα δημοσιευθεί |
θα δημοσιευτούν(ε), θα δημοσιευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δημοσιεύσει
θα έχω δημοσιευμένο |
θα έχουμε δημοσιεύσει
θα έχουμε δημοσιευμένο |
θα έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είμαι δημοσιευμένος, -η |
θα έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είμαστε δημοσιευμένοι, -ες |
θα έχεις δημοσιεύσει
θα έχεις δημοσιευμένο |
θα έχετε δημοσιεύσει
θα έχετε δημοσιευμένο |
θα έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είσαι δημοσιευμένος, -η |
θα έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είστε δημοσιευμένοι, -ες |
θα έχει δημοσιεύσει
θα έχει δημοσιευμένο |
θα έχουν δημοσιεύσει
θα έχουν δημοσιευμένο |
θα έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είναι δημοσιευμένος, -η, -ο |
θα έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δημοσιεύω |
να δημοσιεύουμε, να δημοσιεύομε |
να δημοσιεύομαι |
να δημοσιευόμαστε |
να δημοσιεύεις |
να δημοσιεύετε |
να δημοσιεύεσαι |
να δημοσιεύεστε, να δημοσιευόσαστε |
να δημοσιεύει |
να δημοσιεύουν(ε) |
να δημοσιεύεται |
να δημοσιεύονται |
Aorist |
να δημοσιεύσω |
να δημοσιεύσουμε, να δημοσιεύσομε |
να δημοσιευτώ, να δημοσιευθώ |
να δημοσιευτούμε, να δημοσιευθούμε |
να δημοσιεύσεις |
να δημοσιεύσετε |
να δημοσιευτείς, να δημοσιευθείς |
να δημοσιευτείτε, να δημοσιευθείτε |
να δημοσιεύσει |
να δημοσιεύσουν(ε) |
να δημοσιευτεί, να δημοσιευθεί |
να δημοσιευτούν(ε), να δημοσιευθούν(ε) |
Perf |
να έχω δημοσιεύσει
να έχω δημοσιευμένο |
να έχουμε δημοσιεύσει
να έχουμε δημοσιευμένο |
να έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είμαι δημοσιευμένος, -η |
να έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είμαστε δημοσιευμένοι, -ες |
να έχεις δημοσιεύσει
να έχεις δημοσιευμένο |
να έχετε δημοσιεύσει
να έχετε δημοσιευμένο |
να έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είσαι δημοσιευμένος, -η |
να έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είστε δημοσιευμένοι, -ες |
να έχει δημοσιεύσει
να έχει δημοσιευμένο |
να έχουν δημοσιεύσει
να έχουν δημοσιευμένο |
να έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είναι δημοσιευμένος, -η, -ο |
να έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
δημοσίευε |
δημοσιεύετε |
|
δημοσιεύεστε |
Aorist |
δημοσίευσε |
δημοσιεύστε, δημοσιεύσετε |
δημοσιεύσου |
δημοσιευτείτε, δημοσιευθείτε |
Part iciple |
Pres |
δημοσιεύοντας |
δημοσιευόμενος |
Perf |
έχοντας δημοσιεύσει, έχοντας δημοσιευμένο |
δημοσιευμένος, -η, -ο |
δημοσιευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δημοσιεύσει |
δημοσιευτεί, δημοσιευθεί |