[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ
I destroy
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταστρέφω καταστρέφουμε, καταστρέφομε καταστρέφομαι καταστρεφόμαστε
καταστρέφεις καταστρέφετε καταστρέφεσαι καταστρέφεστε, καταστρεφόσαστε
καταστρέφει καταστρέφουν(ε) καταστρέφεται καταστρέφονται
Imper
fect
κατέστρεφα, κατάστρεφα καταστρέφαμε καταστρεφόμουν(α) καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμασταν
κατέστρεφες, κατάστρεφες καταστρέφατε καταστρεφόσουν(α) καταστρεφόσαστε, καταστρεφόσασταν
κατέστρεφε, κατάστρεφε κατέστρεφαν, κατάστρεφαν, καταστρέφαν(ε) καταστρεφόταν(ε) καταστρέφονταν, καταστρεφόντανε, καταστρεφόντουσαν
Aorist κατέστρεψα, κατάστρεψα καταστρέψαμε καταστράφηκα καταστραφήκαμε
κατέστρεψες, κατάστρεψες καταστρέψατε καταστράφηκες καταστραφήκατε
κατέστρεψε, κατάστρεψε κατέστρεψαν, κατάστρεψαν, καταστρέψαν(ε) καταστράφηκε καταστράφηκαν, καταστραφήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταστρέψει
έχω κατεστραμμένο
έχουμε καταστρέψει
έχουμε κατεστραμμένο
έχω καταστραφεί
είμαι κατεστραμμένος, -η
έχουμε καταστραφεί
είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
έχεις καταστρέψει
έχεις κατεστραμμένο
έχετε καταστρέψει
έχετε κατεστραμμένο
έχεις καταστραφεί
είσαι κατεστραμμένος, -η
έχετε καταστραφεί
είστε κατεστραμμένοι, -ες
έχει καταστρέψει
έχει κατεστραμμένο
έχουν καταστρέψει
έχουν κατεστραμμένο
έχει καταστραφεί
είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
έχουν καταστραφεί
είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταστρέψει
είχα κατεστραμμένο
είχαμε καταστρέψει
είχαμε κατεστραμμένο
είχα καταστραφεί
ήμουν κατεστραμμένος, -η
είχαμε καταστραφεί
ήμαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχες καταστρέψει
είχες κατεστραμμένο
είχατε καταστρέψει
είχατε κατεστραμμένο
είχες καταστραφεί
ήσουν κατεστραμμένος, -η
είχατε καταστραφεί
ήσαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχε καταστρέψει
είχε κατεστραμμένο
είχαν καταστρέψει
είχαν κατεστραμμένο
είχε καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένος, -η, -ο
είχαν καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταστρέφω θα καταστρέφουμε, θα καταστρέφομε θα καταστρέφομαι θα καταστρεφόμαστε
θα καταστρέφεις θα καταστρέφετε θα καταστρέφεσαι θα καταστρέφεστε, θα καταστρεφόσαστε
θα καταστρέφει θα καταστρέφουν(ε) θα καταστρέφεται θα καταστρέφονται
Simp
Fut
θα καταστρέψω θα καταστρέψουμε, θα καταστρέψομε θα καταστραφώ θα καταστραφούμε
θα καταστρέψεις θα καταστρέψετε θα καταστραφείς θα καταστραφείτε
θα καταστρέψει θα καταστρέψουν(ε) θα καταστραφεί θα καταστραφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταστρέψει
θα έχω κατεστραμμένο
θα έχουμε καταστρέψει
θα έχουμε κατεστραμμένο
θα έχω καταστραφεί
θα είμαι κατεστραμμένος, -η
θα έχουμε καταστραφεί
θα είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχεις καταστρέψει
θα έχεις κατεστραμμένο
θα έχετε καταστρέψει
θα έχετε κατεστραμμένο
θα έχεις καταστραφεί
θα είσαι κατεστραμμένος, -η
θα έχετε καταστραφεί
θα είστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχει καταστρέψει
θα έχει κατεστραμμένο
θα έχουν καταστρέψει
θα έχουν κατεστραμμένο
θα έχει καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
θα έχουν καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταστρέφω να καταστρέφουμε, να καταστρέφομε να καταστρέφομαι να καταστρεφόμαστε
να καταστρέφεις να καταστρέφετε να καταστρέφεσαι να καταστρέφεστε, να καταστρεφόσαστε
να καταστρέφει να καταστρέφουν(ε) να καταστρέφεται να καταστρέφονται
Aorist να καταστρέψω να καταστρέψουμε, να καταστρέψομε να καταστραφώ να καταστραφούμε
να καταστρέψεις να καταστρέψετε να καταστραφείς να καταστραφείτε
να καταστρέψει να καταστρέψουν(ε) να καταστραφεί να καταστρεφούν(ε)
Perf να έχω καταστρέψει
να έχω κατεστραμμένο
να έχουμε καταστρέψει
να έχουμε κατεστραμμένο
να έχω καταστραφεί
να είμαι κατεστραμμένος, -η
να έχουμε καταστραφεί
να είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχεις καταστρέψει
να έχεις κατεστραμμένο
να έχετε καταστρέψει
να έχετε κατεστραμμένο
να έχεις καταστραφεί
να είσαι κατεστραμμένος, -η
να έχετε καταστραφεί
να είστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχει καταστρέψει
να έχει κατεστραμμένο
να έχουν καταστρέψει
να έχουν κατεστραμμένο
να έχει καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
να έχουν καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατέστρεφε καταστρέφετε καταστρέφεστε
Aorist κατέστρεψε καταστρέψτε, καταστράφε καταστρέψου καταστραφείτε
Part
iciple
Pres καταστρέφοντας καταστρεφόμενος
Perf έχοντας καταστρέψει, έχοντας κατεστραμμένο κατεστραμμένος, -η, -ο
καταστραμμένος, -η, -ο
κατεστραμμένοι, -ες, -α
καταστραμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταστρέψει καταστραφεί