[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΑΤΑΣΧΩ
I confiscate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κατάσχω κατάσχουμε, κατάσχομε κατάσχομαι κατασχόμαστε
κατάσχεις κατάσχετε κατάσχεσαι κατάσχεστε, κατασχόσαστε
κατάσχει κατάσχουν(ε) κατάσχεται κατάσχονται
Imper
fect
έκανα κατάσχεση κάναμε κατάσχεση κατασχόμουν(α) κατασχόμαστε, κατασχόμασταν
έκανες κατάσχεση κάνατε κατάσχεση κατασχόσουν(α) κατασχόσαστε, κατασχόσασταν
έκανε κατάσχεση έκαναν/κάναν(ε) κατάσχεση κατασχόταν(ε) κατάσχονταν, κατασχόντανε, κατασχόντουσαν
Aorist κατάσχεσα κατασχέσαμε κατασχέθηκα κατασχεθήκαμε
κατάσχεσες κατασχέσατε κατασχέθηκες κατασχεθήκατε
κατάσχεσε κατάσχεσαν, κατασχέσαν(ε) κατασχέθηκε κατασχέθηκαν, κατασχεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω κατασχέσει έχουμε κατασχέσει έχω κατασχεθεί έχουμε κατασχεθεί
έχεις κατασχέσει έχετε κατασχέσει έχεις κατασχεθεί έχετε κατασχεθεί
έχει κατασχέσει έχουν κατασχέσει έχει κατασχεθεί έχουν κατασχεθεί
Plu
per
fect
είχα κατασχέσει είχαμε κατασχέσει είχα κατασχεθεί είχαμε κατασχεθεί
είχες κατασχέσει είχατε κατασχέσει είχες κατασχεθεί είχατε κατασχεθεί
είχε κατασχέσει είχαν κατασχέσει είχε κατασχεθεί είχαν κατασχεθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα κατάσχω θα κατάσχουμε, θα κατάσχομε θα κατάσχομαι θα κατασχόμαστε
θα κατάσχεις θα κατάσχετε θα κατάσχεσαι θα κατάσχεστε, θα κατασχόσαστε
θα κατάσχει θα κατάσχουν(ε) θα κατάσχεται θα κατάσχονται
Simp
Fut
θα κατασχέσω θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσομε θα κατασχεθώ θα κατασχεθούμε
θα κατασχέσεις θα κατασχέσετε θα κατασχεθείς θα κατασχεθείτε
θα κατασχέσει θα κατασχέσουν θα κατασχεθεί θα κατασχεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κατασχέσει θα έχουμε κατασχέσει θα έχω κατασχεθεί θα έχουμε κατασχεθεί
θα έχεις κατασχέσει θα έχετε κατασχέσει θα έχεις κατασχεθεί θα έχετε κατασχεθεί
θα έχει κατασχέσει θα έχουν κατασχέσει θα έχει κατασχεθεί θα έχουν κατασχεθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κατάσχω να κατάσχουμε, να κατάσχομε να κατάσχομαι να κατασχόμαστε
να κατάσχεις να κατάσχετε να κατάσχεσαι να κατάσχεστε, να κατασχόσαστε
να κατάσχει να κατάσχουν(ε) να κατάσχεται να κατάσχονται
Aorist να κατασχέσω να κατασχέσουμε, να κατασχέσομε να κατασχεθώ να κατασχεθούμε
να κατασχέσεις να κατασχέσετε να κατασχεθείς να κατασχεθείτε
να κατασχέσει να κατασχέσουν(ε) να κατασχεθεί να κατασχεθούν(ε)
Perf να έχω κατασχέσει να έχουμε κατασχέσει να έχω κατασχεθεί να έχουμε κατασχεθεί
να έχεις κατασχέσει να έχετε κατασχέσει να έχεις κατασχεθεί να έχετε κατασχεθεί
να έχει κατασχέσει να έχουν κατασχέσει να έχει κατασχεθεί να έχουν κατασχεθεί
Imper
ative
Pres κατάσχετε κατάσχεστε
Aorist κατάσχεσε κατασχέσετε, κατασχέστε κατασχέσου κατασχεθείτε
Part
iciple
Pres κατάσχοντας κατασχόμενος
Perf έχοντας κατασχέσει
Infin Aorist κατασχέσει κατασχεθεί