ΚΑΤΑΣΧΩ I confiscate |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κατάσχω | κατάσχουμε, κατάσχομε | κατάσχομαι | κατασχόμαστε |
κατάσχεις | κατάσχετε | κατάσχεσαι | κατάσχεστε, κατασχόσαστε | ||
κατάσχει | κατάσχουν(ε) | κατάσχεται | κατάσχονται | ||
Imper fect |
έκανα κατάσχεση | κάναμε κατάσχεση | κατασχόμουν(α) | κατασχόμαστε, κατασχόμασταν | |
έκανες κατάσχεση | κάνατε κατάσχεση | κατασχόσουν(α) | κατασχόσαστε, κατασχόσασταν | ||
έκανε κατάσχεση | έκαναν/κάναν(ε) κατάσχεση | κατασχόταν(ε) | κατάσχονταν, κατασχόντανε, κατασχόντουσαν | ||
Aorist | κατάσχεσα | κατασχέσαμε | κατασχέθηκα | κατασχεθήκαμε | |
κατάσχεσες | κατασχέσατε | κατασχέθηκες | κατασχεθήκατε | ||
κατάσχεσε | κατάσχεσαν, κατασχέσαν(ε) | κατασχέθηκε | κατασχέθηκαν, κατασχεθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα κατάσχω | θα κατάσχουμε, |
θα κατάσχομαι | θα κατασχόμαστε | |
θα κατάσχεις | θα κατάσχετε | θα κατάσχεσαι | θα κατάσχεστε, |
||
θα κατάσχει | θα κατάσχουν(ε) | θα κατάσχεται | θα κατάσχονται | ||
Simp Fut |
θα κατασχέσω | θα κατασχέσουμε, |
θα κατασχεθώ | θα κατασχεθούμε | |
θα κατασχέσεις | θα κατασχέσετε | θα κατασχεθείς | θα κατασχεθείτε | ||
θα κατασχέσει | θα κατασχέσουν | θα κατασχεθεί | θα κατασχεθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κατάσχω | να κατάσχουμε, |
να κατάσχομαι | να κατασχόμαστε |
να κατάσχεις | να κατάσχετε | να κατάσχεσαι | να κατάσχεστε, |
||
να κατάσχει | να κατάσχουν(ε) | να κατάσχεται | να κατάσχονται | ||
Aorist | να κατασχέσω | να κατασχέσουμε, |
να κατασχεθώ | να κατασχεθούμε | |
να κατασχέσεις | να κατασχέσετε | να κατασχεθείς | να κατασχεθείτε | ||
να κατασχέσει | να κατασχέσουν(ε) | να κατασχεθεί | να κατασχεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις κατασχέσει | να έχετε κατασχέσει | να έχεις κατασχεθεί | να έχετε κατασχεθεί | ||
να έχει κατασχέσει | να έχουν κατασχέσει | να έχει κατασχεθεί | να έχουν κατασχεθεί | ||
Imper ative |
Pres | κατάσχετε | κατάσχεστε | ||
Aorist | κατάσχεσε | κατασχέσετε, κατασχέστε | κατασχέσου | κατασχεθείτε | |
Part iciple |
Pres | κατάσχοντας | κατασχόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασχέσει | ||||
Infin | Aorist | κατασχέσει | κατασχεθεί |