ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ I promise |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
υπόσχομαι | υποσχόμαστε |
υπόσχεσαι | υπόσχεστε, υποσχόσαστε | ||
υπόσχεται | υπόσχονται | ||
Imper fect |
υποσχόμουν(α) | υποσχόμαστε, υποσχόμασταν | |
υποσχόσουν(α) | υποσχόσαστε, υποσχόσασταν | ||
υποσχόταν(ε) | υπόσχονταν, υποσχόντανε, υποσχόντουσαν | ||
Aorist | υποσχέθηκα | υποσχεθήκαμε | |
υποσχέθηκες | υποσχεθήκατε | ||
υποσχέθηκε | υποσχέθηκαν, υποσχεθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||
Plu per fect |
|||
Fut ure Cont inuous |
θα υπόσχομαι | θα υποσχόμαστε | |
θα υπόσχεσαι | θα υπόσχεστε, |
||
θα υπόσχεται | θα υπόσχονται | ||
Simp Fut |
θα υποσχεθώ | θα υποσχεθούμε | |
θα υποσχεθείς | θα υποσχεθείτε | ||
θα υποσχεθεί | θα υποσχεθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να υπόσχομαι | να υποσχόμαστε |
να υπόσχεσαι | να υπόσχεστε, |
||
να υπόσχεται | να υπόσχονται | ||
Aorist | να υποσχεθώ | να υποσχεθούμε | |
να υποσχεθείς | να υποσχεθείτε | ||
να υποσχεθεί | να υποσχεθούν(ε) | ||
Perf | |||
να έχεις υποσχεθεί | να έχετε υποσχεθεί | ||
να έχει υποσχεθεί | να έχουν υποσχεθεί | ||
Imper ative |
Pres | υπόσχεστε | |
Aorist | υποσχέσου | υποσχεθείτε | |
Part iciple |
Pres | υποσχόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | υποσχεθεί |