[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
I construct
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κατασκευάζω κατασκευάζουμε, κατασκευάζομε κατασκευάζομαι κατασκευαζόμαστε
κατασκευάζεις κατασκευάζετε κατασκευάζεσαι κατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε
κατασκευάζει κατασκευάζουν(ε) κατασκευάζεται κατασκευάζονται
Imper
fect
κατασκεύαζα κατασκευάζαμε κατασκευαζόμουν(α) κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν
κατασκεύαζες κατασκευάζατε κατασκευαζόσουν(α) κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν
κατασκεύαζε κατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε) κατασκευαζόταν(ε) κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν
Aorist κατασκεύασα κατασκευάσαμε κατασκευάστηκα κατασκευαστήκαμε
κατασκεύασες κατασκευάσατε κατασκευάστηκες κατασκευαστήκατε
κατασκεύασε κατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε) κατασκευάστηκε κατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω κατασκευάσει
έχω κατασκευασμένο
έχουμε κατασκευάσει
έχουμε κατασκευασμένο
έχω κατασκευαστεί
είμαι κατασκευασμένος, -η
έχουμε κατασκευαστεί
είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
έχεις κατασκευάσει
έχεις κατασκευασμένο
έχετε κατασκευάσει
έχετε κατασκευασμένο
έχεις κατασκευαστεί
είσαι κατασκευασμένος, -η
έχετε κατασκευαστεί
είστε κατασκευασμένοι, -ες
έχει κατασκευάσει
έχει κατασκευασμένο
έχουν κατασκευάσει
έχουν κατασκευασμένο
έχει κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
έχουν κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κατασκευάσει
είχα κατασκευασμένο
είχαμε κατασκευάσει
είχαμε κατασκευσμένο
είχα κατασκευαστεί
ήμουν κατασκευασμένος, -η
είχαμε κατασκευαστεί
ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχες κατασκευάσει
είχες κατασκευασμένο
είχατε κατασκευάσει
είχατε κατασκευασμένο
είχες κατασκευαστεί
ήσουν κατασκευασμένος, -η
είχατε κατασκευαστεί
ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχε κατασκευάσει
είχε κατασκευασμένο
είχαν κατασκευάσει
είχαν κατασκευασμένο
είχε κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο
είχαν κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κατασκευάζω θα κατασκευάζουμε, θα κατασκευάζομε θα κατασκευάζομαι θα κατασκευαζόμαστε
θα κατασκευάζεις θα κατασκευάζετε θα κατασκευάζεσαι θα κατασκευάζεστε, θα κατασκευαζόσαστε
θα κατασκευάζει θα κατασκευάζουν(ε) θα κατασκευάζεται θα κατασκευάζονται
Simp
Fut
θα κατασκευάσω θα κατασκευάσουμε, θα κατασκευάζομε θα κατασκευαστώ θα κατασκευαστούμε
θα κατασκευάσεις θα κατασκευάσετε θα κατασκευαστείς θα κατασκευαστείτε
θα κατασκευάσει θα κατασκευάσουν(ε) θα κατασκευαστεί θα κατασκευαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κατασκευάσει
θα έχω κατασκευασμένο
θα έχουμε κατασκευάσει
θα έχουμε κατασκευασμένο
θα έχω κατασκευαστεί
θα είμαι κατασκευασμένος, -η
θα έχουμε κατασκευαστεί
θα είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχεις κατασκευάσει
θα έχεις κατασκευασμένο
θα έχετε κατασκευάσει
θα έχετε κατασκευασμένο
θα έχεις κατασκευαστεί
θα είσαι κατασκευασμένος, -η
θα έχετε κατασκευαστεί
θα είστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχει κατασκευάσει
θα έχει κατασκευασμένο
θα έχουν κατασκευάσει
θα έχουν κατασκευασμένο
θα έχει κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κατασκευάζω να κατασκευάζουμε, να κατασκευάζομε να κατασκευάζομαι να κατασκευαζόμαστε
να κατασκευάζεις να κατασκευάζετε να κατασκευάζεσαι να κατασκευάζεστε, να κατασκευαζόσαστε
να κατασκευάζει να κατασκευάζουν(ε) να κατασκευάζεται να κατασκευάζονται
Aorist να κατασκευάσω να κατασκευάσουμε, να κατασκευάσομε να κατασκευαστώ να κατασκευαστούμε
να κατασκευάσεις να κατασκευάσετε να κατασκευαστείς να κατασκευαστείτε
να κατασκευάσει να κατασκευάσουν(ε) να κατασκευαστεί να κατασκευαστούν(ε)
Perf να έχω κατασκευάσει
να έχω κατασκευασμένο
να έχουμε κατασκευάσει
να έχουμε κατασκευασμένο
να έχω κατασκευαστεί
να είμαι κατασκευασμένος, -η
να έχουμε κατασκευαστεί
να είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχεις κατασκευάσει
να έχεις κατασκευασμένο
να έχετε κατασκευάσει
να έχετε κατασκευασμένο
να έχεις κατασκευαστεί
να είσαι κατασκευασμένος, -η
να έχετε κατασκευαστεί
να είστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχει κατασκευάσει
να έχει κατασκευασμένο
να έχουν κατασκευάσει
να έχουν κατασκευασμένο
να έχει κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
να έχουν κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατασκεύαζε κατασκευάζετε κατασκευάζεστε
Aorist κατασκεύασε κατασκευάστε κατασκευάσου κατασκευαστείτε
Part
iciple
Pres κατασκευάζοντας κατασκευαζόμενος
Perf έχοντας κατασκευάσει, έχοντας κατασκευασμένο κατασκευασμένος, -η, -ο κατασκευασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κατασκευάσει κατασκευαστεί