ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ I construct |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κατασκευάζω | κατασκευάζουμε, κατασκευάζομε | κατασκευάζομαι | κατασκευαζόμαστε |
κατασκευάζεις | κατασκευάζετε | κατασκευάζεσαι | κατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε | ||
κατασκευάζει | κατασκευάζουν(ε) | κατασκευάζεται | κατασκευάζονται | ||
Imper fect |
κατασκεύαζα | κατασκευάζαμε | κατασκευαζόμουν(α) | κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν | |
κατασκεύαζες | κατασκευάζατε | κατασκευαζόσουν(α) | κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν | ||
κατασκεύαζε | κατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε) | κατασκευαζόταν(ε) | κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | κατασκεύασα | κατασκευάσαμε | κατασκευάστηκα | κατασκευαστήκαμε | |
κατασκεύασες | κατασκευάσατε | κατασκευάστηκες | κατασκευαστήκατε | ||
κατασκεύασε | κατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε) | κατασκευάστηκε | κατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω κατασκευάσει |
έχουμε κατασκευάσει |
έχω κατασκευαστεί |
έχουμε κατασκευαστεί |
|
έχεις κατασκευάσει |
έχετε κατασκευάσει |
έχεις κατασκευαστεί |
έχετε κατασκευαστεί |
||
έχει κατασκευάσει |
έχουν κατασκευάσει |
έχει κατασκευαστεί |
έχουν κατασκευαστεί |
||
Plu per fect |
είχα κατασκευάσει είχα κατασκευασμένο |
είχαμε κατασκευάσει είχαμε κατασκευσμένο |
είχα κατασκευαστεί ήμουν κατασκευασμένος, -η |
είχαμε κατασκευαστεί ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες |
|
είχες κατασκευάσει είχες κατασκευασμένο |
είχατε κατασκευάσει είχατε κατασκευασμένο |
είχες κατασκευαστεί ήσουν κατασκευασμένος, -η |
είχατε κατασκευαστεί ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες |
||
είχε κατασκευάσει είχε κατασκευασμένο |
είχαν κατασκευάσει είχαν κατασκευασμένο |
είχε κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο |
είχαν κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα κατασκευάζω | θα κατασκευάζουμε, |
θα κατασκευάζομαι | θα κατασκευαζόμαστε | |
θα κατασκευάζεις | θα κατασκευάζετε | θα κατασκευάζεσαι | θα κατασκευάζεστε, |
||
θα κατασκευάζει | θα κατασκευάζουν(ε) | θα κατασκευάζεται | θα κατασκευάζονται | ||
Simp Fut |
θα κατασκευάσω | θα κατασκευάσουμε, |
θα κατασκευαστώ | θα κατασκευαστούμε | |
θα κατασκευάσεις | θα κατασκευάσετε | θα κατασκευαστείς | θα κατασκευαστείτε | ||
θα κατασκευάσει | θα κατασκευάσουν(ε) | θα κατασκευαστεί | θα κατασκευαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω κατασκευάσει θα έχω κατασκευασμένο |
θα έχουμε κατασκευάσει θα έχουμε κατασκευασμένο |
θα έχω κατασκευαστεί θα είμαι κατασκευασμένος, -η |
θα έχουμε κατασκευαστεί |
|
θα έχεις κατασκευάσει θα έχεις κατασκευασμένο |
θα έχετε κατασκευάσει θα έχετε κατασκευασμένο |
θα έχεις κατασκευαστεί θα είσαι κατασκευασμένος, -η |
θα έχετε κατασκευαστεί θα είστε κατασκευασμένοι, -ες |
||
θα έχει κατασκευάσει θα έχει κατασκευασμένο |
θα έχουν κατασκευάσει θα έχουν κατασκευασμένο |
θα έχει κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο |
θα έχουν κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κατασκευάζω | να κατασκευάζουμε, |
να κατασκευάζομαι | να κατασκευαζόμαστε |
να κατασκευάζεις | να κατασκευάζετε | να κατασκευάζεσαι | να κατασκευάζεστε, |
||
να κατασκευάζει | να κατασκευάζουν(ε) | να κατασκευάζεται | να κατασκευάζονται | ||
Aorist | να κατασκευάσω | να κατασκευάσουμε, |
να κατασκευαστώ | να κατασκευαστούμε | |
να κατασκευάσεις | να κατασκευάσετε | να κατασκευαστείς | να κατασκευαστείτε | ||
να κατασκευάσει | να κατασκευάσουν(ε) | να κατασκευαστεί | να κατασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κατασκευάσει να έχω κατασκευασμένο |
να έχουμε κατασκευάσει |
να έχω κατασκευαστεί |
να έχουμε κατασκευαστεί |
|
να έχεις κατασκευάσει |
να έχετε κατασκευάσει να έχετε κατασκευασμένο |
να έχεις κατασκευαστεί να είσαι κατασκευασμένος, -η |
να έχετε κατασκευαστεί να είστε κατασκευασμένοι, -ες |
||
να έχει κατασκευάσει να έχει κατασκευασμένο |
να έχουν κατασκευάσει να έχουν κατασκευασμένο |
να έχει κατασκευαστεί |
να έχουν κατασκευαστεί |
||
Imper ative |
Pres | κατασκεύαζε | κατασκευάζετε | κατασκευάζεστε | |
Aorist | κατασκεύασε | κατασκευάστε | κατασκευάσου | κατασκευαστείτε | |
Part iciple |
Pres | κατασκευάζοντας | κατασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασκευάσει, |
κατασκευασμένος, -η, -ο | κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατασκευάσει | κατασκευαστεί |