ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ I prepare |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
παρασκευάζω | παρασκευάζουμε, παρασκευάζομε | παρασκευάζομαι | παρασκευαζόμαστε |
παρασκευάζεις | παρασκευάζετε | παρασκευάζεσαι | παρασκευάζεστε, παρασκευαζόσαστε | ||
παρασκευάζει | παρασκευάζουν(ε) | παρασκευάζεται | παρασκευάζονται | ||
Imper fect |
παρασκεύαζα | παρασκευάζαμε | παρασκευαζόμουν(α) | παρασκευαζόμαστε, παρασκευαζόμασταν | |
παρασκεύαζες | παρασκευάζατε | παρασκευαζόσουν(α) | παρασκευαζόσαστε, παρασκευαζόσασταν | ||
παρασκεύαζε | παρασκεύαζαν, παρασκευάζαν(ε) | παρασκευαζόταν(ε) | παρασκευάζονταν, παρασκευαζόντανε, παρασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | παρασκεύασα | παρασκευάσαμε | παρασκευάστηκα | παρασκευαστήκαμε | |
παρασκεύασες | παρασκευάσατε | παρασκευάστηκες | παρασκευαστήκατε | ||
παρασκεύασε | παρασκεύασαν, παρασκευάσαν(ε) | παρασκευάστηκε | παρασκευάστηκαν, παρασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω παρασκευάσει |
έχουμε παρασκευάσει |
έχω παρασκευαστεί |
έχουμε παρασκευαστεί |
|
έχεις παρασκευάσει |
έχετε παρασκευάσει |
έχεις παρασκευαστεί |
έχετε παρασκευαστεί |
||
έχει παρασκευάσει |
έχουν παρασκευάσει |
έχει παρασκευαστεί |
έχουν παρασκευαστεί |
||
Plu per fect |
είχα παρασκευάσει είχα παρασκευασμένο |
είχαμε παρασκευάσει είχαμε παρασκευσμένο |
είχα παρασκευαστεί ήμουν παρασκευασμένος, -η |
είχαμε παρασκευαστεί ήμαστε παρασκευασμένοι, -ες |
|
είχες παρασκευάσει είχες παρασκευασμένο |
είχατε παρασκευάσει είχατε παρασκευασμένο |
είχες παρασκευαστεί ήσουν παρασκευασμένος, -η |
είχατε παρασκευαστεί ήσαστε παρασκευασμένοι, -ες |
||
είχε παρασκευάσει είχε παρασκευασμένο |
είχαν παρασκευάσει είχαν παρασκευασμένο |
είχε παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένος, -η, -ο |
είχαν παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα παρασκευάζω | θα παρασκευάζουμε, |
θα παρασκευάζομαι | θα παρασκευαζόμαστε | |
θα παρασκευάζεις | θα παρασκευάζετε | θα παρασκευάζεσαι | θα παρασκευάζεστε, |
||
θα παρασκευάζει | θα παρασκευάζουν(ε) | θα παρασκευάζεται | θα παρασκευάζονται | ||
Simp Fut |
θα παρασκευάσω | θα παρασκευάσουμε, |
θα παρασκευαστώ | θα παρασκευαστούμε | |
θα παρασκευάσεις | θα παρασκευάσετε | θα παρασκευαστείς | θα παρασκευαστείτε | ||
θα παρασκευάσει | θα παρασκευάσουν(ε) | θα παρασκευαστεί | θα παρασκευαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω παρασκευάσει θα έχω παρασκευασμένο |
θα έχουμε παρασκευάσει θα έχουμε παρασκευασμένο |
θα έχω παρασκευαστεί θα είμαι παρασκευασμένος, -η |
θα έχουμε παρασκευαστεί |
|
θα έχεις παρασκευάσει θα έχεις παρασκευασμένο |
θα έχετε παρασκευάσει θα έχετε παρασκευασμένο |
θα έχεις παρασκευαστεί θα είσαι παρασκευασμένος, -η |
θα έχετε παρασκευάστει θα είστε παρασκευασμένοι, -ες |
||
θα έχει παρασκευάσει θα έχει παρασκευασμένο |
θα έχουν παρασκευάσει θα έχουν παρασκευασμένο |
θα έχει παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένος, -η, -ο |
θα έχουν παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να παρασκευάζω | να παρασκευάζουμε, |
να παρασκευάζομαι | να παρασκευαζόμαστε |
να παρασκευάζεις | να παρασκευάζετε | να παρασκευάζεσαι | να παρασκευάζεστε, |
||
να παρασκευάζει | να παρασκευάζουν(ε) | να παρασκευάζεται | να παρασκευάζονται | ||
Aorist | να παρασκευάσω | να παρασκευάσουμε, |
να παρασκευαστώ | να παρασκευαστούμε | |
να παρασκευάσεις | να παρασκευάσετε | να παρασκευαστείς | να παρασκευαστείτε | ||
να παρασκευάσει | να παρασκευάσουν(ε) | να παρασκευαστεί | να παρασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω παρασκευάσει να έχω παρασκευασμένο |
να έχουμε παρασκευάσει |
να έχω παρασκευαστεί |
να έχουμε παρασκευαστεί |
|
να έχεις παρασκευάσει |
να έχετε παρασκευάσει να έχετε παρασκευασμένο |
να έχεις παρασκευαστεί να είσαι παρασκευασμένος, -η |
να έχετε παρασκευαστεί να είστε παρασκευασμένοι, -ες |
||
να έχει παρασκευάσει να έχει παρασκευασμένο |
να έχουν παρασκευάσει να έχουν παρασκευασμένο |
να έχει παρασκευαστεί |
να έχουν παρασκευαστεί |
||
Imper ative |
Pres | παρασκεύαζε | παρασκευάζετε | παρασκευάζεστε | |
Aorist | παρασκεύασε | παρασκευάστε | παρασκευάσου | παρασκευαστείτε | |
Part iciple |
Pres | παρασκευάζοντας | παρασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας παρασκευάσει, |
παρασκευασμένος, -η, -ο | παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | παρασκευάσει | παρασκευαστεί |