ΣΤΗΝΩ I set upright |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στήνω |
στήνουμε, στήνομε |
στήνομαι |
στηνόμαστε |
| στήνεις |
στήνετε |
στήνεσαι |
στήνεστε, στηνόσαστε |
| στήνει |
στήνουν(ε) |
στήνεται |
στήνονται |
Imper fect |
έστηνα |
στήναμε |
στηνόμουν(α) |
στηνόμαστε, στηνόμασταν |
| έστηνες |
στήνατε |
στηνόσουν(α) |
στηνόσαστε, στηνόσασταν |
| έστηνε |
έστηναν, στήναν(ε) |
στηνόταν(ε) |
στήνονταν, στηνόντανε, στηνόντουσαν |
| Aorist |
έστησα |
στήσαμε |
στήθηκα |
στηθήκαμε |
| έστησες |
στήσατε |
στήθηκες |
στηθήκατε |
| έστησε |
έστησαν, στήσαν(ε) |
στήθηκε |
στήθηκαν, στηθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω στήσει
έχω στημένο |
έχουμε στήσει
έχουμε στημένο |
έχω στηθεί
είμαι στημένος, -η |
έχουμε στηθεί
είμαστε στημένοι, -ες |
έχεις στήσει
έχεις στημένο |
έχετε στήσει
έχετε στημένο |
έχεις στηθεί
είσαι στημένος, -η |
έχετε στηθεί
είστε στημένοι, -ες |
έχει στήσει
έχει στημένο |
έχουν στήσει
έχουν στημένο |
έχει στηθεί
είναι στημένος, -η, -ο |
έχουν στηθεί
είναι στημένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα στήσει
είχα στημένο |
είχαμε στήσει
είχαμε στημένο |
είχα στηθεί
ήμουν στημένος, -η |
είχαμε στηθεί
ήμαστε στημένοι, -ες |
είχες στήσει
είχες στημένο |
είχατε στήσει
είχατε στημένο |
είχες στηθεί
ήσουν στημένος, -η |
είχατε στηθεί
ήσαστε στημένοι, -ες |
είχε στήσει
είχε στημένο |
είχαν στήσει
είχαν στημένο |
είχε στηθεί
ήταν στημένος, -η, -ο |
είχαν στηθεί
ήταν στημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα στήνω |
θα στήνουμε |
θα στήνομαι |
θα στηνόμαστε |
| θα στήνεις |
θα στήνετε |
θα στήνεσαι |
θα στήνεστε, θα στηνόσαστε |
| θα στήνει |
θα στήνουν |
θα στήνεται |
θα στήνονται |
Simp Fut |
θα στήσω |
θα στήσουμε |
θα στηθώ |
θα στηθούμε |
| θα στήσεις |
θα στήσετε |
θα στηθείς |
θα στηθείτε |
| θα στήσει |
θα στήσουν |
θα στηθεί |
θα στηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω στήσει
θα έχω στημένο |
θα έχουμε στήσει
θα έχουμε στημένο |
θα έχω στηθεί
θα είμαι στημένος, -η |
θα έχουμε στηθεί
θα είμαστε στημένοι, -ες |
θα έχεις στήσει
θα έχεις στημένο |
θα έχετε στήσει
θα έχετε στημένο |
θα έχεις στηθεί
θα είσαι στημένος, -η |
θα έχετε στηθεί
θα είστε στημένοι, -ες |
θα έχει στήσει
θα έχει στημένο |
θα έχουν στήσει
θα έχουν στημένο |
θα έχει στηθεί
θα είναι στημένος, -η, -ο |
θα έχουν στηθεί
θα είναι στημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στήνω |
να στήνουμε |
να στήνομαι |
να στηνόμαστε |
| να στήνεις |
να στήνετε |
να στήνεσαι |
να στήνεστε, να στηνόσαστε |
| να στήνει |
να στήνουν |
να στήνεται |
να στήνονται |
| Aorist |
να στήσω |
να στήσουμε |
να στηθώ |
να στηθούμε |
| να στήσεις |
να στήσετε |
να στηθείς |
να στηθείτε |
| να στήσει |
να στήσουν |
να στηθεί |
να στηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω στήσει
να έχω στημένο |
να έχουμε στήσει
να έχουμε στημένο |
να έχω στηθεί
να είμαι στημένος, -η |
να έχουμε στηθεί
να είμαστε στημένοι, -ες |
να έχεις στήσει
να έχεις στημένο |
να έχετε στήσει
να έχετε στημένο |
να έχεις στηθεί
να είσαι στημένος, -η |
να έχετε στηθεί
να είστε στημένοι, -ες |
να έχει στήσει
να έχει στημένο |
να έχουν στήσει
να έχουν στημένο |
να έχει στηθεί
να είναι στημένος, -η, -ο |
να έχουν στηθεί
να είναι στημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
στήνε |
στήνετε |
|
στήνεστε |
| Aorist |
στήσε |
στήσετε, στήστε |
στήσου |
στηθείτε |
Part iciple |
Pres |
στήνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας στήσει, έχοντας στημένο |
στημένος, -η, -ο |
στημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
στήσει |
στηθεί |