ΣΤΕΡΩ I deprive |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στερώ |
στερούμε |
στερούμαι |
στερούμαστε |
στερείς |
στερείτε |
στερείσαι |
στερείστε |
στερεί |
στερούν(ε) |
στερείται |
στερούνται |
Imper fect |
στερούσα |
στερούσαμε |
στερούμουν |
στερούμαστε |
στερούσες |
στερούσατε |
|
|
στερούσε |
στερούσαν(ε) |
στερούνταν, εστερείτο |
στερούνταν, εστερούντο |
Aorist |
στέρησα |
στερήσαμε |
στερήθηκα |
στερηθήκαμε |
στέρησες |
στερήσατε |
στερήθηκες |
στερηθήκατε |
στέρησε |
στέρησαν, στερήσαν(ε) |
στερήθηκε |
στερήθηκαν, στερηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω στερήσει
έχω στερημένο |
έχουμε στερήσει
έχουμε στερημένο |
έχω στερηθεί
είμαι στερημένος, -η |
έχουμε στερηθεί
είμαστε στερημένοι, -ες |
έχεις στερήσει
έχεις στερημένο |
έχετε στερήσει
έχετε στερημένο |
έχεις στερηθεί
είσαι στερημένος, -η |
έχετε στερηθεί
είστε στερημένοι, -ες |
έχει στερήσει
έχει στερημένο |
έχουν στερήσει
έχουν στερημένο |
έχει στερηθεί
είναι στερημένος, -η, -ο |
έχουν στερηθεί
είναι στερημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα στερήσει
είχα στερημένο |
είχαμε στερήσει
είχαμε στερημένο |
είχα στερηθεί
ήμουν στερημένος, -η |
είχαμε στερηθεί
ήμαστε στερημένοι, -ες |
είχες στερήσει
είχες στερημένο |
είχατε στερήσει
είχατε στερημένο |
είχες στερηθεί
ήσουν στερημένος, -η |
είχατε στερηθεί
ήσαστε στερημένοι, -ες |
είχε στερήσει
είχε στερημένο |
είχαν στερήσει
είχαν στερημένο |
είχε στερηθεί
ήταν στερημένος, -η, -ο |
είχαν στερηθεί
ήταν στερημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα στερώ |
θα στερούμε |
θα στερούμαι |
θα στερούμαστε |
θα στερείς |
θα στερείτε |
θα στερείσαι |
θα στερείστε |
θα στερεί |
θα στερούν(ε) |
θα στερείται |
θα στερούνται |
Simp Fut |
θα στερήσω |
θα στερήσουμε |
θα στερηθώ |
θα στερηθούμε |
θα στερήσεις |
θα στερήσετε |
θα στερηθείς |
θα στερηθείτε |
θα στερήσει |
θα στερήσουν(ε) |
θα στερηθεί |
θα στερηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω στερήσει
θα έχω στερημένο |
θα έχουμε στερήσει
θα έχουμε στερημένο |
θα έχω στερηθεί
θα είμαι στερημένος, -η |
θα έχουμε στερηθεί
θα είμαστε στερημένοι, -ες |
θα έχεις στερήσει
θα έχεις στερημένο |
θα έχετε στερήσει
θα έχετε στερημένο |
θα έχεις στερηθεί
θα είσαι στερημένος, -η |
θα έχετε στερηθεί
θα είστε στερημένοι, -η |
θα έχει στερήσει
θα έχει στερημένο |
θα έχουν στερήσει
θα έχουν στερημένο |
θα έχει στερηθεί
θα είναι στερημένος, -η, -ο |
θα έχουν στερηθεί
θα είναι στερημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στερώ |
να στερούμε |
να στερούμαι |
να στερούμαστε |
να στερείς |
να στερείτε |
να στερείσαι |
να στερείστε |
να στερεί |
να στερούν(ε) |
να στερείται |
να στερούνται |
Aorist |
να στερήσω |
να στερήσουμε, να στερήσομε |
να στερηθώ |
να στερηθούμε |
να στερήσεις |
να στερήσετε |
να στερηθείς |
να στερηθείτε |
να στερήσει |
να στερήσουν(ε) |
να στερηθεί |
να στερηθούν(ε) |
Perf |
να έχω στερήσει
να έχω στερημένο |
να έχουμε στερήσει
να έχουμε στερημένο |
να έχω στερηθεί
να είμαι στερημένος, -η |
να έχουμε στερηθεί
να είμαστε στερημένοι, -ες |
να έχεις στερήσει
να έχεις στερημένο |
να έχετε στερήσει
να έχετε στερημένο |
να έχεις στερηθεί
να είσαι στερημένος, -η |
να έχετε στερηθεί
να είστε στερημένοι, -ες |
να έχει στερήσει
να έχει στερημένο |
να έχουν στερήσει
να έχουν στερημένο |
να έχει στερηθεί
να είναι στερημένος, -η, -ο |
να έχουν στερηθεί
να είναι στερημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
στερείτε |
|
στερείστε |
Aorist |
στέρησε |
στερήστε, στερήσετε |
στερήσου |
στερηθείτε |
Part iciple |
Pres |
στερώντας |
|
Perf |
έχοντας στερήσει, έχοντας στερημένο |
στερημένος, -η, -ο |
στερημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
στερήσει |
στερηθεί |