ΣΥΓΧΩΡΩ I forgive |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συγχωρώ, συγχωράω | συγχωρούμε | συγχωρούμαι | συγχωρούμαστε |
συγχωρείς | συγχωρείτε | συγχωρείσαι | συγχωρείστε | ||
συγχωρεί | συγχωρούν(ε) | συγχωρείται | συγχωρούνται | ||
Imper fect |
συγχωρούσα | συγχωρούσαμε | συγχωρούμουν | συγχωρούμαστε | |
συγχωρούσες | συγχωρούσατε | ||||
συγχωρούσε | συγχωρούσαν(ε) | συγχωρούνταν, συγχωρείτο | συγχωρούνταν, συγχωρούντο | ||
Aorist | συγχώρησα | συγχωρήσαμε | συγχωρήθηκα | συγχωρηθήκαμε | |
συγχώρησες | συγχωρήσατε | συγχωρήθηκες | συγχωρηθήκατε | ||
συγχώρησε | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε) | συγχωρήθηκε | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε) | ||
Perf ect |
|||||
Plu perf ect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα συγχωρώ | θα συγχωρούμε | θα συγχωρούμαι | θα συγχωρούμαστε | |
θα συγχωρείς | θα συγχωρείτε | θα συγχωρείσαι | θα συγχωρείστε | ||
θα συγχωρεί | θα συγχωρούν(ε) | θα συγχωρείται | θα συγχωρούνται | ||
Simp Fut |
θα συγχωρήσω | θα συγχωρήσουμε | θα συγχωρηθώ | θα συγχωρηθούμε | |
θα συγχωρήσεις | θα συγχωρήσετε | θα συγχωρηθείς | θα συγχωρηθείτε | ||
θα συγχωρήσει | θα συγχωρήσουν(ε) | θα συγχωρηθεί | θα συγχωρηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συγχωρώ | να συγχωρούμε | να συγχωρούμαι | να συγχωρούμαστε |
να συγχωρείς | να συγχωρείτε | να συγχωρείσαι | να συγχωρείστε | ||
να συγχωρεί | να συγχωρούν(ε) | να συγχωρείται | να συγχωρούνται | ||
Aorist | να συγχωρήσω | να συγχωρήσουμε, |
να συγχωρηθώ | να συγχωρηθούμε | |
να συγχωρήσεις | να συγχωρήσετε | να συγχωρηθείς | να συγχωρηθείτε | ||
να συγχωρήσει | να συγχωρήσουν(ε) | να συγχωρηθεί | να συγχωρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | συγχωρείτε | συγχωρείστε | ||
Aorist | συγχώρησε | συγχωρήστε, συγχωρήσετε | συγχωρήσου | συγχωρηθείτε | |
Part iciple |
Pres | συγχωρώντας | |||
Perf | έχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένο | συγχωρημένος, -η, -ο | συγχωρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συγχωρήσει | συγχωρηθεί |