ΣΥΓΧΕΩ I confuse |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συγχέω, χύνω | συγχέουμε, συγχέομε | συγχέομαι | συγχεόμαστε |
συγχέεις | συγχέετε | συγχέεσαι | συγχέεστε, συγχεόσαστε | ||
συγχέει | συγχέουν(ε) | συγχέεται | συγχέονται | ||
Imper fect |
συνέχεα | συγχέαμε | συγχεόμουν(α) | συγχεόμαστε | |
συνέχεες | συγχέατε | συγχεόσουν(α) | συγχεόσαστε | ||
συνέχεε | συνέχεαν, συγχέαν(ε) | συγχεόταν(ε) | συγχέονταν | ||
Aorist | συνέχυσα | συγχύσαμε | συγχύθηκα | συγχυθήκαμε | |
συνέχυσες | συγχύσατε | συγχύθηκες | συγχυθήκατε | ||
συνέχυσε | συνέχυσαν, συγχύσαν(ε) | συγχύθηκε | συγχύθηκαν, συγχυθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα συγχέω | θα συγχέουμε | θα συγχέομαι | θα συγχεόμαστε | |
θα συγχέεις | θα συγχέετε | θα συγχέεσαι | θα συγχέεστε, |
||
θα συγχέει | θα συγχέουν | θα συγχέεται | θα συγχέονται | ||
Simp Fut |
θα συγχύσω | θα συγχύσουμε | θα συγχυθώ | θα συγχυθούμε | |
θα συγχύσεις | θα συγχύσετε | θα συγχυθείς | θα συγχυθείτε | ||
θα συγχύσει | θα συγχύσουν | θα συγχυθεί | θα συγχυθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συγχέω | να συγχέουμε | να συγχέομαι | να συγχεόμαστε |
να συγχέεις | να συγχέετε | να συγχέεσαι | να συγχέεστε, |
||
να συγχέει | να συγχέουν | να συγχέεται | να συγχέονται | ||
Aorist | να συγχύσω | να συγχύσουμε | να συγχυθώ | να συγχυθούμε | |
να συγχύσεις | να συγχύσετε | να συγχυθείς | να συγχυθείτε | ||
να συγχύσει | να συγχύσουν | να συγχυθεί | να συγχυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συγχύσει να έχεις συγκεχυμένο |
να έχετε συγχύσει να έχετε συγκεχυμένο |
να έχεις συγχυθεί να είσαι συγκεχυμένος, -η |
να έχετε συγχυθεί να είστε συγκεχυμένοι, -ες |
||
να έχει συγχύσει να έχει συγκεχυμένο |
να έχουν συγχύσει να έχουν συγκεχυμένο |
να έχει συγχυθεί να είναι συγκεχυμένος, -η, -ο |
να έχουν συγχυθεί να είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | συγχέε | συγχέετε | συγχέεστε | |
Aorist | συγχύσε | συγχύσετε, συγχύστε | συγχύσου | συγχυθείτε | |
Part iciple |
Pres | συγχέοντας | συγχεόμενος | ||
Perf | έχοντας συγχύσει, έχοντας συγκεχυμένο | (συγκεχυμένος, -η, -ο) | (συγκεχυμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | συγχύσει | συγχυθεί |