ΔΙΑΧΕΩ I diffuse |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαχέω, χύνω | διαχέουμε, διαχέομε | διαχέομαι | διαχεόμαστε |
διαχέεις | διαχέετε | διαχέεσαι | διαχέεστε, διαχεόσαστε | ||
διαχέει | διαχέουν(ε) | διαχέεται | διαχέονται | ||
Imper fect |
διέχεα | διαχέαμε | διαχεόμουν(α) | διαχεόμαστε | |
διέχεες | διαχέατε | διαχεόσουν(α) | διαχεόσαστε | ||
διέχεε | διέχεαν, διαχέαν(ε) | διαχεόταν(ε) | διαχέονταν | ||
Aorist | διέχυσα | διαχύσαμε | διαχύθηκα | διαχυθήκαμε | |
διέχυσες | διαχύσατε | διαχύθηκες | διαχυθήκατε | ||
διέχυσε | διέχυσαν, διαχύσαν(ε) | διαχύθηκε | διαχύθηκαν, διαχυθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα διαχέω | θα διαχέουμε | θα διαχέομαι | θα διαχεόμαστε | |
θα διαχέεις | θα διαχέετε | θα διαχέεσαι | θα διαχέεστε, |
||
θα διαχέει | θα διαχέουν | θα διαχέεται | θα διαχέονται | ||
Simp Fut |
θα διαχύσω | θα διαχύσουμε | θα διαχυθώ | θα διαχυθούμε | |
θα διαχύσεις | θα διαχύσετε | θα διαχυθείς | θα διαχυθείτε | ||
θα διαχύσει | θα διαχύσουν | θα διαχυθεί | θα διαχυθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαχέω | να διαχέουμε | να διαχέομαι | να διαχεόμαστε |
να διαχέεις | να διαχέετε | να διαχέεσαι | να διαχέεστε, |
||
να διαχέει | να διαχέουν | να διαχέεται | να διαχέονται | ||
Aorist | να διαχύσω | να διαχύσουμε | να διαχυθώ | να διαχυθούμε | |
να διαχύσεις | να διαχύσετε | να διαχυθείς | να διαχυθείτε | ||
να διαχύσει | να διαχύσουν | να διαχυθεί | να διαχυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διαχύσει να έχεις διαχυμένο |
να έχετε διαχύσει να έχετε διαχυμένο |
να έχεις διαχυθεί να είσαι διαχυμένος, -η |
να έχετε διαχυθεί να είστε διαχυμένοι, -ες |
||
να έχει διαχύσει να έχει διαχυμένο |
να έχουν διαχύσει να έχουν διαχυμένο |
να έχει διαχυθεί να είναι διαχυμένος, -η, -ο |
να έχουν διαχυθεί να είναι διαχυμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | διαχέε | διαχέετε | διαχέεστε | |
Aorist | διαχύσε | διαχύσετε, διαχύστε | διαχύσου | διαχυθείτε | |
Part iciple |
Pres | διαχέοντας | διαχεόμενος | ||
Perf | έχοντας διαχύσει, έχοντας διαχυμένο | (διαχυμένος, -η, -ο) | (διαχυμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | διαχύσει | διαχυθεί |