ΣΥΣΤΗΝΩ I introduce |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συστήνω, συνιστώ |
συστήνουμε, συστήνομε |
συστήνομαι |
συστηνόμαστε |
| συστήνεις |
συστήνετε |
συστήνεσαι |
συστήνεστε, συστηνόσαστε |
| συστήνει |
συστήνουν(ε) |
συστήνεται |
συστήνονται |
Imper fect |
σύστηνα |
συστήναμε |
συστηνόμουν(α) |
συστηνόμαστε, συστηνόμασταν |
| σύστηνες |
συστήνατε |
συστηνόσουν(α) |
συστηνόσαστε, συστηνόσασταν |
| σύστηνε |
σύστηναν, συστήναν(ε) |
συστηνόταν(ε) |
συστήνονταν, συστηνόντανε, συστηνόντουσαν |
| Aorist |
σύστησα |
συστήσαμε |
συστήθηκα |
συστηθήκαμε |
| σύστησες |
συστήσατε |
συστήθηκες |
συστηθήκατε |
| σύστησε |
σύστησαν, συστήσαν(ε) |
συστήθηκε |
συστήθηκαν, συστηθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω συστήσει
έχω συστημένο |
έχουμε συστήσει
έχουμε συστημένο |
έχω συστηθεί
είμαι συστημένος, -η |
έχουμε συστηθεί
είμαστε συστημένοι, -ες |
έχεις συστήσει
έχεις συστημένο |
έχετε συστήσει
έχετε συστημένο |
έχεις συστηθεί
είσαι συστημένος, -η |
έχετε συστηθεί
είστε συστημένοι, -ες |
έχει συστήσει
έχει συστημένο |
έχουν συστήσει
έχουν συστημένο |
έχει συστηθεί
είναι συστημένος, -η, -ο |
έχουν συστηθεί
είναι συστημένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα συστήσει
είχα συστημένο |
είχαμε συστήσει
είχαμε συστημένο |
είχα συστηθεί
ήμουν συστημένος, -η |
είχαμε συστηθεί
ήμαστε συστημένοι, -ες |
είχες συστήσει
είχες συστημένο |
είχατε συστήσει
είχατε συστημένο |
είχες συστηθεί
ήσουν συστημένος, -η |
είχατε συστηθεί
ήσαστε συστημένοι, -ες |
είχε συστήσει
είχε συστημένο |
είχαν συστήσει
είχαν συστημένο |
είχε συστηθεί
ήταν συστημένος, -η, -ο |
είχαν συστηθεί
ήταν συστημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα συστήνω |
θα συστήνουμε, θα συστήνομε |
θα συστήνομαι |
θα συστηνόμαστε |
| θα συστήνεις |
θα συστήνετε |
θα συστήνεσαι |
θα συστήνεστε, θα συστηνόσαστε |
| θα συστήνει |
θα συστήνουν(ε) |
θα συστήνεται |
θα συστήνονται |
Simp Fut |
θα συστήσω |
θα συστήσουμε |
θα συστηθώ |
θα συστηθούμε |
| θα συστήσεις |
θα συστήσετε |
θα συστηθείς |
θα συστηθείτε |
| θα συστήσει |
θα συστήσουν |
θα συστηθεί |
θα συστηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω συστήσει
θα έχω συστημένο |
θα έχουμε συστήσει
θα έχουμε συστημένο |
θα έχω συστηθεί
θα είμαι συστημένος, -η |
θα έχουμε συστηθεί
θα είμαστε συστημένοι, -ες |
θα έχεις συστήσει
θα έχεις συστημένο |
θα έχετε συστήσει
θα έχετε συστημένο |
θα έχεις συστηθεί
θα είσαι συστημένος, -η |
θα έχετε συστηθεί
θα είστε συστημένοι, -ες |
θα έχει συστήσει
θα έχει συστημένο |
θα έχουν συστήσει
θα έχουν συστημένο |
θα έχει συστηθεί
θα είναι συστημένος, -η, -ο |
θα έχουν συστηθεί
θα είναι συστημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συστήνω |
να συστήνουμε |
να συστήνομαι |
να συστηνόμαστε |
| να συστήνεις |
να συστήνετε |
να συστήνεσαι |
να συστήνεστε, να συστηνόσαστε |
| να συστήνει |
να συστήνουν |
να συστήνεται |
να συστήνονται |
| Aorist |
να συστήσω |
να συστήσουμε |
να συστηθώ |
να συστηθούμε |
| να συστήσεις |
να συστήσετε |
να συστηθείς |
να συστηθείτε |
| να συστήσει |
να συστήσουν |
να συστηθεί |
να συστηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω συστήσει
να έχω συστημένο |
να έχουμε συστήσει
να έχουμε συστημένο |
να έχω συστηθεί
να είμαι συστημένος, -η |
να έχουμε συστηθεί
να είμαστε συστημένοι, -ες |
να έχεις συστήσει
να έχεις συστημένο |
να έχετε συστήσει
να έχετε συστημένο |
να έχεις συστηθεί
να είσαι συστημένος, -η |
να έχετε συστηθεί
να είστε συστημένοι, -ες |
να έχει συστήσει
να έχει συστημένο |
να έχουν συστήσει
να έχουν συστημένο |
να έχει συστηθεί
να είναι συστημένος, -η, -ο |
να έχουν συστηθεί
να είναι συστημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
συστήνε |
συστήνετε |
|
συστήνεστε |
| Aorist |
συστήσε |
συστήστε, συστήσετε |
συστήσου |
συστηθείτε |
Part iciple |
Pres |
συστήνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας συστήσει, έχοντας συστημένο |
συστημένος, -η, -ο |
συστημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
συστήσει |
συστηθεί |