[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΥΝΙΣΤΩ
I establish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνιστώ, συστήνω συνιστούμε συνιστώμαι (συνιστόμαστε, συνιστώμεθα)
συνιστάς συνιστάτε συνιστάσαι (συνιστάστε, συνιστάσθε)
συνιστά συνιστούν(ε) συνιστάται συνιστώνται
Imper
fect
συνιστούσα συνιστούσαμε
συνιστούσες συνιστούσατε
συνιστούσε συνιστούσαν(ε) συνίστατο συνίσταντο
Aorist σύστησα, συνέστησα συστήσαμε συστάθηκα, συνεστήθην συσταθήκαμε
σύστησες, συνέστησες συστήσατε συστάθηκες, συνεστήθης συσταθήκατε
σύστησε, συνέστησε συνέστησαν, συστήσαν(ε) συστάθηκε, συνεστήθη συστάθηκαν, συσταθήκαν(ε), συνέστησαν
Perf
ect
έχω συστήσει έχουμε συστήσει έχω συσταθεί έχουμε συσταθεί
έχεις συστήσει έχετε συστήσει έχεις συσταθεί έχετε συσταθεί
έχει συστήσει έχουν συστήσει έχει συσταθεί έχουν συσταθεί
Plu
perf
ect
είχα συστήσει είχαμε συστήσει είχα συσταθεί είχαμε συσταθεί
είχες συστήσει είχατε συστήσει είχες συσταθεί είχατε συσταθεί
είχε συστήσει είχαν συστήσει είχε συσταθεί είχαν συσταθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνιστώ θα συνιστούμε θα συνιστώμαι (θα συνιστόμαστε, θα συνιστώμεθα)
θα συνιστάς θα συνιστάτε θα συνιστάσαι (θα συνιστάστε, θα συνιστάσθε)
θα συνιστά θα συνιστούν(ε) θα συνιστάται θα συνιστώνται
Simp
Fut
θα συστήσω θα συστήσουμε, θα συστήσομε θα συσταθώ θα συσταθούμε
θα συστήσεις θα συστήσετε θα συσταθείς θα συσταθείτε
θα συστήσει θα συστήσουν(ε) θα συσταθεί θα συσταθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συστήσει θα έχουμε συστήσει θα έχω συσταθεί θα έχουμε συσταθεί
θα έχεις συστήσει θα έχετε συστήσει θα έχεις συσταθεί θα έχετε συσταθεί
θα έχει συστήσει θα έχουν συστήσει θα έχει συσταθεί θα έχουν συσταθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνιστώ να συνιστούμε να συνιστώμαι (να συνιστόμαστε, να συνιστώμεθα)
να συνιστάς να συνιστάτε να συνιστάσαι (να συνιστάστε, να συνιστάσθε)
να συνιστά να συνιστούν(ε) να συνιστάται να συνιστώνται
Aorist να συστήσω να συστήσουμε, να συστήσομε να συσταθώ να συσταθούμε
να συστήσεις να συστήσετε να συσταθείς να συσταθείτε
να συστήσει να συστήσουν(ε) να συσταθεί να συσταθούν(ε)
Perf να έχω συστήσει να έχουμε συστήσει να έχω συσταθεί να έχουμε συσταθεί
να έχεις συστήσει να έχετε συστήσει να έχεις συσταθεί να έχετε συσταθεί
να έχει συστήσει να έχουν συστήσει να έχει συσταθεί να έχουν συσταθεί
Imper
ative
Pres συνιστάτε (συνιστάστε, συνιστάσθε)
Aorist σύστησε συστήστε, συστήσετε συστήσου συσταθείτε
Part
iciple
Pres συνιστώντας συνιστώμενος
Perf έχοντας συστήσει συστημένος, -η, -ο συστημένοι, -ες, -α
Infin Aorist συστήσει συσταθεί