[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΥΝΟΔΕΥΩ
I accompany
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνοδεύω συνοδεύουμε, συνοδεύομε συνοδεύομαι συνοδευόμαστε
συνοδεύεις συνοδεύετε συνοδεύεσαι συνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
συνοδεύει συνοδεύουν(ε) συνοδεύεται συνοδεύονται
Imper
fect
συνόδευα συνοδεύαμε συνοδευόμουν(α) συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν
συνόδευες συνοδεύατε συνοδευόσουν(α) συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν
συνόδευε συνόδευαν, συνοδεύαν(ε) συνοδευόταν(ε) συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν
Aorist συνόδεψα συνοδέψαμε συνοδεύτηκα συνοδευτήκαμε
συνόδεψες συνοδέψατε συνοδεύτηκες συνοδευτήκατε
συνόδεψε συνόδεψαν, συνοδέψαν(ε) συνοδεύτηκε συνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω συνοδέψει
έχω συνοδεμένο
έχουμε συνοδέψει
έχουμε συνοδεμένο
έχω συνοδευτεί
είμαι συνοδεμένος, -η
έχουμε συνοδευτεί
είμαστε συνοδεμένοι, -ες
έχεις συνοδέψει
έχεις συνοδεμένο
έχετε συνοδέψει
έχετε συνοδεμένο
έχεις συνοδευτεί
είσαι συνοδεμένος, -η
έχετε συνοδευτεί
είστε συνοδεμένοι, -ες
έχει συνοδέψει
έχει συνοδεμένο
έχουν συνοδέψει
έχουν συνοδεμένο
έχει συνοδευτεί
είναι συνοδεμένος, -η, -ο
έχουν συνοδευτεί
είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα συνοδέψει
είχα συνοδεμένο
είχαμε συνοδέψει
είχαμε συνοδεμένο
είχα συνοδευτεί
ήμουν συνοδεμένος, -η
είχαμε συνοδευτεί
ήμαστε συνοδεμένοι, -ες
είχες συνοδέψει
είχες συνοδεμένο
είχατε συνοδέψει
είχατε συνοδεμένο
είχες συνοδευτεί
ήσουν συνοδεμένος, -η
είχατε συνοδευτεί
ήσαστε συνοδεμένοι, -ες
είχε συνοδέψει
είχε συνοδεμένο
είχαν συνοδέψει
είχαν συνοδεμένο
είχε συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένος, -η, -ο
είχαν συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνοδεύω θα συνοδεύουμε, θα συνοδεύομε θα συνοδεύομαι θα συνοδευόμαστε
θα συνοδεύεις θα συνοδεύετε θα συνοδεύεσαι θα συνοδεύεστε, θα συνοδευόσαστε
θα συνοδεύει θα συνοδεύουν(ε) θα συνοδεύεται θα συνοδεύονται
Simp
Fut
θα συνοδέψω θα συνοδέψουμε, θα συνοδέψομε θα συνοδευτώ θα συνοδευτούμε
θα συνοδέψεις θα συνοδέψετε θα συνοδευτείς θα συνοδευτείτε
θα συνοδέψει θα συνοδέψουν(ε) θα συνοδευτεί θα συνοδευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συνοδέψει
θα έχω συνοδεμένο
θα έχουμε συνοδέψει
θα έχουμε συνοδεμένο
θα έχω συνοδευτεί
θα είμαι συνοδεμένος, -η
θα έχουμε συνοδευτεί
θα είμαστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχεις συνοδέψει
θα έχεις συνοδεμένο
θα έχετε συνοδέψει
θα έχετε συνοδεμένο
θα έχεις συνοδευτεί
θα είσαι συνοδεμένος, -η
θα έχετε συνοδευτεί
θα είστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχει συνοδέψει
θα έχει συνοδεμένο
θα έχουν συνοδέψει
θα έχουν συνοδεμένο
θα έχει συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνοδεύω να συνοδεύουμε, να συνοδεύομε να συνοδεύομαι να συνοδευόμαστε
να συνοδεύεις να συνοδεύετε να συνοδεύεσαι να συνοδεύεστε, να συνοδευόσαστε
να συνοδεύει να συνοδεύουν(ε) να συνοδεύεται να συνοδεύονται
Aorist να συνοδέψω να συνοδέψουμε, να συνοδέψομε να συνοδευτώ να συνοδευτούμε
να συνοδέψεις να συνοδέψετε να συνοδευτείς να συνοδευτείτε
να συνοδέψει να συνοδέψουν(ε) να συνοδευτεί να συνοδευτούν(ε)
Perf να έχω συνοδέψει
να έχω συνοδεμένο
να έχουμε συνοδέψει
να έχουμε συνοδεμένο
να έχω συνοδευτεί
να είμαι συνοδεμένος, -η
να έχουμε συνοδευτεί
να είμαστε συνοδεμένοι, -ες
να έχεις συνοδέψει
να έχεις συνοδεμένο
να έχετε συνοδέψει
να έχετε συνοδεμένο
να έχεις συνοδευτεί
να είσαι συνοδεμένος, -η
να έχετε συνοδευτεί
να είστε συνοδεμένοι, -ες
να έχει συνοδέψει
να έχει συνοδεμένο
να έχουν συνοδέψει
να έχουν συνοδεμένο
να έχει συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres συνόδευε συνοδεύετε συνοδεύεστε
Aorist συνόδεψε συνοδέψτε, συνοδεύτε συνοδέψου συνοδευτείτε
Part
iciple
Pres συνοδεύοντας
Perf έχοντας συνοδέψει, έχοντας συνοδεμένο συνοδεμένος, -η, -ο συνοδεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist συνοδέψει συνοδευτεί