| ΣΥΝΤΟΝΙΖΩ I tune |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συντονίζω | συντονίζουμε, συντονίζομε | συντονίζομαι | συντονιζόμαστε |
| συντονίζεις | συντονίζετε | συντονίζεσαι | συντονίζεστε, συντονιζόσαστε | ||
| συντονίζει | συντονίζουν(ε) | συντονίζεται | συντονίζονται | ||
| Imper fect |
συντόνιζα | συντονίζαμε | συντονιζόμουν(α) | συντονιζόμαστε, συντονιζόμασταν | |
| συντόνιζες | συντονίζατε | συντονιζόσουν(α) | συντονιζόσαστε, συντονιζόσασταν | ||
| συντόνιζε | συντόνιζαν, συντονίζαν(ε) | συντονιζόταν(ε) | συντονίζονταν, συντονιζόντανε, συντονιζόντουσαν | ||
| Aorist | συντόνισα | συντονίσαμε | συντονίστηκα | συντονιστήκαμε | |
| συντόνισες | συντονίσατε | συντονίστηκες | συντονιστήκατε | ||
| συντόνισε | συντόνισαν, συντονίσαν(ε) | συντονίστηκε | συντονίστηκαν, συντονιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω συντονίσει έχω συντονισμένο |
έχουμε συντονίσει έχουμε συντονισμένο |
έχω συντονιστεί είμαι συντονισμένος, -η |
έχουμε συντονιστεί είμαστε συντονισμένοι, -ες |
|
| έχεις συντονίσει έχεις συντονισμένο |
έχετε συντονίσει έχετε συντονισμένο |
έχεις συντονιστεί είσαι συντονισμένος, -η |
έχετε συντονιστεί είστε συντονισμένοι, -ες |
||
| έχει συντονίσει έχει συντονισμένο |
έχουν συντονίσει έχουν συντονισμένο |
έχει συντονιστεί είναι συντονισμένος, -η, -ο |
έχουν συντονιστεί είναι συντονισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα συντονίσει είχα συντονισμένο |
είχαμε συντονίσει είχαμε συντονισμένο |
είχα συντονιστεί ήμουν συντονισμένος, -η |
είχαμε συντονιστεί ήμαστε συντονισμένοι, -ες |
|
| είχες συντονίσει είχες συντονισμένο |
είχατε συντονίσει είχατε συντονισμένο |
είχες συντονιστεί ήσουν συντονισμένος, -η |
είχατε συντονιστεί ήσαστε συντονισμένοι, -ες |
||
| είχε συντονίσει είχε συντονισμένο |
είχαν συντονίσει είχαν συντονισμένο |
είχε συντονιστεί ήταν συντονισμένος, -η, -ο |
είχαν συντονιστεί ήταν συντονισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα συντονίζω | θα συντονίζουμε, |
θα συντονίζομαι | θα συντονιζόμαστε | |
| θα συντονίζεις | θα συντονίζετε | θα συντονίζεσαι | θα συντονίζεστε, |
||
| θα συντονίζει | θα συντονίζουν(ε) | θα συντονίζεται | θα συντονίζονται | ||
| Simp Fut |
θα συντονίσω | θα συντονίσουμε, |
θα συντονιστώ | θα συντονιστούμε | |
| θα συντονίσεις | θα συντονίσετε | θα συντονιστείς | θα συντονιστείτε | ||
| θα συντονίσει | θα συντονίσουν(ε) | θα συντονιστεί | θα συντονιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συντονίζω | να συντονίζουμε, |
να συντονίζομαι | να συντονιζόμαστε |
| να συντονίζεις | να συντονίζετε | να συντονίζεσαι | να συντονίζεστε, |
||
| να συντονίζει | να συντονίζουν(ε) | να συντονίζεται | να συντονίζονται | ||
| Aorist | να συντονίσω | να συντονίσουμε, |
να συντονιστώ | να συντονιστούμε | |
| να συντονίσεις | να συντονίσετε | να συντονιστείς | να συντονιστείτε | ||
| να συντονίσει | να συντονίσουν(ε) | να συντονιστεί | να συντονιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω συντονίσει |
να έχουμε συντονίσει |
να έχω συντονιστεί |
να έχουμε συντονιστεί |
|
| να έχεις συντονίσει |
να έχετε συντονίσει |
να έχεις συντονιστεί |
να έχετε συντονιστεί |
||
| να έχει συντονίσει |
να έχουν συντονίσει |
να έχει συντονιστεί |
να έχουν συντονιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | συντόνιζε | συντονίζετε | συντονίζεστε | |
| Aorist | συντόνισε | συντονίστε | συντονίσου | συντονιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | συντονίζοντας | συντονιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας συντονίσει, έχοντας συντονισμένο | συντονισμένος, -η, -ο | συντονισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | συντονίσει | συντονιστεί | ||