[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next]
ΣΥΝΤΡΕΧΩ
I contribute
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συντρέχω συντρέχουμε, συντρέχομε
συντρέχεις συντρέχετε
συντρέχει συντρέχουν(ε)
Imper
fect
συνέτρεχα συντρέχαμε
συνέτρεχες συντρέχατε
συνέτρεχε συνέτρεχαν, συντρέχαν(ε)
Aorist συνέτρεξα, συνέδραμα συντρέξαμε, συνδράμαμε
συνέτρεξες, συνέδραμες συντρέξατε, συνδράματε
συνέτρεξε, συνέδραμε συνέτρεξαν, συντρέξαν(ε), συνέδραμαν, συνδράμαν(ε)
Per
fect
έχω συντρέξει
έχω συμδράμει
έχουμε συντρέξει
έχουμε συμδράμει
έχεις συντρέξει
έχεις συμδράμει
έχετε συντρέξει
έχετε συμδράμει
έχει συντρέξει
έχει συμδράμει
έχουν συντρέξει
έχουν συμδράμει
Plu
per
fect
είχα συντρέξει
είχα συμδράμει
είχαμε συντρέξει
είχαμε συμδράμει
είχες συντρέξει
είχες συμδράμει
είχατε συντρέξει
είχατε συμδράμει
είχε συντρέξει
είχε συμδράμει
είχαν συντρέξει
είχαν συμδράμει
Fut
ure
Cont
inuous
θα συντρέχω θα συντρέχουμε, θα συντρέχομε
θα συντρέχεις θα συντρέχετε
θα συντρέχει θα συντρέχουν(ε)
Simp
Fut
θα συντρέξω, θα συδράμω θα συντρέξουμε, θα συνδράμουμε
θα συντρέξεις, θα συνδράμεις θα συντρέξετε, θα συνδράμετε
θα συντρέξει, θα συνδράμει θα συντρέξουν(ε), θα συνδράμουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συντρέξει
θα έχω συμδράμει
θα έχουμε συντρέξει
θα έχουμε συμδράμει
θα έχεις συντρέξει
θα έχεις συμδράμει
θα έχετε συντρέξει
θα έχετε συμδράμει
θα έχει συντρέξει
θα έχει συμδράμει
θα έχουν συντρέξει
θα έχουν συμδράμει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συντρέχω να συντρέχουμε
να συντρέχεις να συντρέχετε
να συντρέχει να συντρέχουν(ε)
Aorist να συντρέξω, να συνδράμω να συντρέξουμε, να συνδράμουμε
να συντρέξεις, να συνδράμεις να συντρέξετε, να συνδράμετε
να συντρέξει, να συνδράμει να συντρέξουν(ε), να συνσράμουν(ε)
Perf να έχω συντρέξει
να έχω συμδράμει
να έχουμε συντρέξει
να έχουμε συμδράμει
να έχεις συντρέξει
να έχεις συμδράμει
να έχετε συντρέξει
να έχετε συμδράμει
να έχει συντρέξει
να έχει συμδράμει
να έχουν συντρέξει
να έχουν συμδράμει
Imper
ative
Pres σύντρεχε συντρέχετε
Aorist σύντρεξε συντρέξτε, συντδράμετε
Part
iciple
Pres συντρέχοντας
Perf έχοντας συντρέξει, έχοντας συμδράμει
Infin Aorist συντρέξει, συνδράμει