[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΤΗΡΙΖΩ
I support
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στηρίζω στηρίζουμε, στηρίζομε στηρίζομαι στηριζόμαστε
στηρίζεις στηρίζετε στηρίζεσαι στηρίζεστε, στηριζόσαστε
στηρίζει στηρίζουν(ε) στηρίζεται στηρίζονται
Imper
fect
στήριζα στηρίζαμε στηριζόμουν(α) στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
στήριζες στηρίζατε στηριζόσουν(α) στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
στήριζε στήριζαν, στηρίζαν(ε) στηριζόταν(ε) στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aorist στήριξα στηρίξαμε στηρίχτηκα, στηρίχθηκα στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
στήριξες στηρίξατε στηρίχτηκες, στηρίχθηκες στηριχτήκατε, στηριχθήκατε
στήριξε στήριξαν, στηρίξαν(ε) στηρίχτηκε, στηρίχθηκε στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fect
έχω στηρίξει
έχω στηριγμένο
έχουμε στηρίξει
έχουμε στηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι στηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε στηριγμένοι, -ες
έχεις στηρίξει
έχεις στηριγμένο
έχετε στηρίξει
έχετε στηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι στηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε στηριγμένοι, -ες
έχει στηρίξει
έχει στηριγμένο
έχουν στηρίξει
έχουν στηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι στηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα στηρίξει
είχα στηριγμένο
είχαμε στηρίξει
είχαμε στηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν στηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε στηριγμένοι, -ες
είχες στηρίξει
είχες στηριγμένο
είχατε στηρίξει
είχατε στηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν στηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε στηριγμένοι, -ες
είχε στηρίξει
είχε στηριγμένο
είχαν στηρίξει
είχαν στηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν στηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν στηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα στηρίζω θα στηρίζουμε, θα στηρίζομε θα στηρίζομαι θα στηριζόμαστε
θα στηρίζεις θα στηρίζετε θα στηρίζεσαι θα στηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα στηρίζει θα στηρίζουν(ε) θα στηρίζεται θα στηρίζονται
Simp
Fut
θα στηρίξω θα στηρίξουμε, θα στηρίξομε θα στηριχτώ θα στηριχτούμε
θα στηρίξεις θα στηρίξετε θα στηριχτείς θα στηριχτείτε
θα στηρίξει θα στηρίξουν(ε) θα στηριχτεί θα στηριχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στηρίξει
θα έχω στηριγμένο
θα έχουμε στηρίξει
θα έχουμε στηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι στηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε στηριγμένοι, -ες
θα έχεις στηρίξει
θα έχεις στηριγμένο
θα έχετε στηρίξει
θα έχετε στηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι στηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε στηριγμένοι, -ες
θα έχει στηρίξει
θα έχει στηριγμένο
θα έχουν στηρίξει
θα έχουν στηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι στηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στηρίζω να στηρίζουμε, να στηρίζομε να στηρίζομαι να στηριζόμαστε
να στηρίζεις να στηρίζετε να στηρίζεσαι να στηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να στηρίζει να στηρίζουν(ε) να στηρίζεται να στηρίζονται
Aorist να στηρίξω να στηρίξουμε, να στηρίξομε να στηριχτώ να στηριχτούμε
να στηρίξεις να στηρίξετε να στηριχτείς να στηριχτείτε
να στηρίξει να στηρίξουν(ε) να στηριχτεί να στηριχτούν(ε)
Perf να έχω στηρίξει
να έχω στηριγμένο
να έχουμε στηρίξει
να έχουμε στηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι στηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε στηριγμένοι, -ες
να έχεις στηρίξει
να έχεις στηριγμένο
να έχετε στηρίξει
να έχετε στηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι στηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε στηριγμένοι, -ες
να έχει στηρίξει
να έχει στηριγμένο
να έχουν στηρίξει
να έχουν στηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι στηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres στήριζε στηρίζετε στηρίζεστε
Aorist στήριξε στηρίξτε, στηρίχτε στηρίξου στηριχτείτε
Part
iciple
Pres στηρίζοντας
Perf έχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένο στηριγμένος, -η, -ο στηριγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist στηρίξει στηριχτεί, στηριχθεί