ΠΡΗΖΩ I swell |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πρήζω | πρήζουμε, πρήζομε | πρήζομαι | πρηζόμαστε |
πρήζεις | πρήζετε | πρήζεσαι | πρήζεστε, πρηζόσαστε | ||
πρήζει | πρήζουν(ε) | πρήζεται | πρήζονται | ||
Imper fect |
έπρηζα | πρήζαμε | πρηζόμουν(α) | πρηζόμαστε, πρηζόμασταν | |
έπρηζες | πρήζατε | πρηζόσουν(α) | πρηζόσαστε, πρηζόσασταν | ||
έπρηζε | έπρηζαν, πρήζαν(ε) | πρηζόταν(ε) | πρήζονταν, πρηζόντανε, πρηζόντουσαν | ||
Aorist | έπρηξα | πρήξαμε | πρήστηκα | πρηστήκαμε | |
έπρηξες | πρήξατε | πρήστηκες | πρηστήκατε | ||
έπρηξε | έπρηξαν, πρήξαν(ε) | πρήστηκε | πρήστηκαν, πρηστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω πρήξει |
έχουμε πρήξει |
έχω πρηστεί |
έχουμε πρηστεί |
|
έχεις πρήξει έχεις πρησμένο |
έχετε πρήξει έχετε πρησμένο |
έχεις πρηστεί είσαι πρησμένος, -η |
έχετε πρηστεί είχε πρησμένοι, -ες |
||
έχει πρήξει |
έχουν πρήξει |
έχει πρηστεί |
έχουν πρηστεί |
||
Plu per fect |
είχα πρήξει |
είχαμε πρήξει |
είχα πρηστεί |
είχαμε πρηστεί |
|
είχες πρήξει είχες πρησμένο |
είχατε πρήξει είχατε πρησμένο |
είχες πρηστεί ήσουν πρησμένος, -η |
είχατε πρηστεί ήσαστε πρησμένοι, -ες |
||
είχε πρήξει είχε πρησμένο |
είχαν πρήξει είχαν πρησμένο |
είχε πρηστεί ήταν πρησμένος, -η, -ο |
είχαν πρηστεί ήταν πρησμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα πρήζω | θα πρήζουμε, θα πρήζομε | θα πρήζομαι | θα πρηζόμαστε | |
θα πρήζεις | θα πρήζετε | θα πρήζεσαι | θα πρήζεστε, |
||
θα πρήζει | θα πρήζουν(ε) | θα πρήζεται | θα πρήζονται | ||
Simp Fut |
θα πρήξω | θα πρήξουμε, |
θα πρηστώ | θα πρηστούμε | |
θα πρήξεις | θα πρήξετε | θα πρηστείς | θα πρηστείτε | ||
θα πρήξει | θα πρήξουν(ε) | θα πρηστεί | θα πρηστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω πρήξει |
θα έχουμε πρήξει |
θα έχω πρηστεί |
θα έχουμε πρηστεί |
|
θα έχεις πρήξει θα έχεις πρησμένο |
θα έχετε πρήξει θα έχετε πρησμένο |
θα έχεις πρηστεί θα είσαι πρησμένος, -η |
θα έχετε πρηστεί θα είχε πρησμένοι, -ες |
||
θα έχει πρήξει θα έχει πρησμένο |
θα έχουν πρήξει θα έχουν πρησμένο |
θα έχει πρηστεί θα είναι πρησμένος, -η, -ο |
θα έχουν πρηστεί θα είναι πρησμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πρήζω | να πρήζουμε, |
να πρήζομαι | να πρηζόμαστε |
να πρήζεις | να πρήζετε | να πρήζεσαι | να πρήζεστε, |
||
να πρήζει | να πρήζουν(ε) | να πρήζεται | να πρήζονται | ||
Aorist | να πρήξω | να πρήξουμε, |
να πρηστώ | να πρηστούμε | |
να πρήξεις | να πρήξετε | να πρηστείς | να πρηστείτε | ||
να πρήξει | να πρήξουν(ε) | να πρηστεί | να πρηστούν(ε) | ||
Perf | να έχω πρήξει |
να έχουμε πρήξει |
να έχω πρηστεί |
να έχουμε πρηστεί |
|
να έχεις πρήξει |
να έχετε πρήξει |
να έχεις πρηστεί |
να έχετε πρηστεί |
||
να έχει πρήξει |
να έχουν πρήξει |
να έχει πρηστεί |
να έχουν πρηστεί |
||
Imper ative |
Pres | πρήζε | πρήζετε | πρήζεστε | |
Aorist | πρήξε | πρήξτε, πρήστε | πρήξου | πρηστείτε | |
Part iciple |
Pres | πρήζοντας | |||
Perf | έχοντας πρήξει, έχοντας πρησμένο | πρησμένος, -η, -ο | πρησμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πρήξει | πρηστεί |