| ΠΡΙΟΝΙΖΩ I saw |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πριονίζω | πριονίζουμε, πριονίζομε | πριονίζομαι | πριονιζόμαστε |
| πριονίζεις | πριονίζετε | πριονίζεσαι | πριονίζεστε, πριονιζόσαστε | ||
| πριονίζει | πριονίζουν(ε) | πριονίζεται | πριονίζονται | ||
| Imper fect |
πριόνιζα | πριονίζαμε | πριονιζόμουν(α) | πριονιζόμαστε, πριονιζόμασταν | |
| πριόνιζες | πριονίζατε | πριονιζόσουν(α) | πριονιζόσαστε, πριονιζόσασταν | ||
| πριόνιζε | πριόνιζαν, πριονίζαν(ε) | πριονιζόταν(ε) | πριονίζονταν, πριονιζόντανε, πριονιζόντουσαν | ||
| Aorist | πριόνισα | πριονίσαμε | πριονίστηκα | πριονιστήκαμε | |
| πριόνισες | πριονίσατε | πριονίστηκες | πριονιστήκατε | ||
| πριόνισε | πριόνισαν, πριονίσαν(ε) | πριονίστηκε | πριονίστηκαν, πριονιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω πριονίσει έχω πριονισμένο |
έχουμε πριονίσει έχουμε πριονισμένο |
έχω πριονιστεί είμαι πριονισμένος, -η |
έχουμε πριονιστεί είμαστε πριονισμένοι, -ες |
|
| έχεις πριονίσει έχεις πριονισμένο |
έχετε πριονίσει έχετε πριονισμένο |
έχεις πριονιστεί είσαι πριονισμένος, -η |
έχετε πριονιστεί είστε πριονισμένοι, -ες |
||
| έχει πριονίσει έχει πριονισμένο |
έχουν πριονίσει έχουν πριονισμένο |
έχει πριονιστεί είναι πριονισμένος, -η, -ο |
έχουν πριονιστεί είναι πριονισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα πριονίσει είχα πριονισμένο |
είχαμε πριονίσει είχαμε πριονισμένο |
είχα πριονιστεί ήμουν πριονισμένος, -η |
είχαμε πριονιστεί ήμαστε πριονισμένοι, -ες |
|
| είχες πριονίσει είχες πριονισμένο |
είχατε πριονίσει είχατε πριονισμένο |
είχες πριονιστεί ήσουν πριονισμένος, -η |
είχατε πριονιστεί ήσαστε πριονισμένοι, -ες |
||
| είχε πριονίσει είχε πριονισμένο |
είχαν πριονίσει είχαν πριονισμένο |
είχε πριονιστεί ήταν πριονισμένος, -η, -ο |
είχαν πριονιστεί ήταν πριονισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα πριονίζω | θα πριονίζουμε, |
θα πριονίζομαι | θα πριονιζόμαστε | |
| θα πριονίζεις | θα πριονίζετε | θα πριονίζεσαι | θα πριονίζεστε, |
||
| θα πριονίζει | θα πριονίζουν(ε) | θα πριονίζεται | θα πριονίζονται | ||
| Simp Fut |
θα πριονίσω | θα πριονίσουμε, |
θα πριονιστώ | θα πριονιστούμε | |
| θα πριονίσεις | θα πριονίσετε | θα πριονιστείς | θα πριονιστείτε | ||
| θα πριονίσει | θα πριονίσουν(ε) | θα πριονιστεί | θα πριονιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πριονίζω | να πριονίζουμε, |
να πριονίζομαι | να πριονιζόμαστε |
| να πριονίζεις | να πριονίζετε | να πριονίζεσαι | να πριονίζεστε, |
||
| να πριονίζει | να πριονίζουν(ε) | να πριονίζεται | να πριονίζονται | ||
| Aorist | να πριονίσω | να πριονίσουμε, |
να πριονιστώ | να πριονιστούμε | |
| να πριονίσεις | να πριονίσετε | να πριονιστείς | να πριονιστείτε | ||
| να πριονίσει | να πριονίσουν(ε) | να πριονιστεί | να πριονιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω πριονίσει |
να έχουμε πριονίσει |
να έχω πριονιστεί |
να έχουμε πριονιστεί |
|
| να έχεις πριονίσει |
να έχετε πριονίσει |
να έχεις πριονιστεί |
να έχετε πριονιστεί |
||
| να έχει πριονίσει |
να έχουν πριονίσει |
να έχει πριονιστεί |
να έχουν πριονιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | πριόνιζε | πριονίζετε | πριονίζεστε | |
| Aorist | πριόνισε | πριονίστε | πριονίσου | πριονιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | πριονίζοντας | πριονιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας πριονίσει, έχοντας πριονισμένο | πριονισμένος, -η, -ο | πριονισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | πριονίσει | πριονιστεί | ||