| ΡΥΘΜΙΖΩ I set up |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ρυθμίζω | ρυθμίζουμε, ρυθμίζομε | ρυθμίζομαι | ρυθμιζόμαστε |
| ρυθμίζεις | ρυθμίζετε | ρυθμίζεσαι | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ||
| ρυθμίζει | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίζεται | ρυθμίζονται | ||
| Imper fect |
ρύθμιζα | ρυθμίζαμε | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν | |
| ρύθμιζες | ρυθμίζατε | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν | ||
| ρύθμιζε | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν | ||
| Aorist | ρύθμισα | ρυθμίσαμε | ρυθμίστηκα | ρυθμιστήκαμε | |
| ρύθμισες | ρυθμίσατε | ρυθμίστηκες | ρυθμιστήκατε | ||
| ρύθμισε | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίστηκε | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω ρυθμίσει έχω ρυθμισμένο |
έχουμε ρυθμίσει έχουμε ρυθμισμένο |
έχω ρυθμιστεί είμαι ρυθμισμένος, -η |
έχουμε ρυθμιστεί είμαστε ρυθμισμένοι, -ες |
|
| έχεις ρυθμίσει έχεις ρυθμισμένο |
έχετε ρυθμίσει έχετε ρυθμισμένο |
έχεις ρυθμιστεί είσαι ρυθμισμένος, -η |
έχετε ρυθμιστεί είστε ρυθμισμένοι, -ες |
||
| έχει ρυθμίσει έχει ρυθμισμένο |
έχουν ρυθμίσει έχουν ρυθμισμένο |
έχει ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένος, -η, -ο |
έχουν ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα ρυθμίσει είχα ρυθμισμένο |
είχαμε ρυθμίσει είχαμε ρυθμισμένο |
είχα ρυθμιστεί ήμουν ρυθμισμένος, -η |
είχαμε ρυθμιστεί ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες |
|
| είχες ρυθμίσει είχες ρυθμισμένο |
είχατε ρυθμίσει είχατε ρυθμισμένο |
είχες ρυθμιστεί ήσουν ρυθμισμένος, -η |
είχατε ρυθμιστεί ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες |
||
| είχε ρυθμίσει είχε ρυθμισμένο |
είχαν ρυθμίσει είχαν ρυθμισμένο |
είχε ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο |
είχαν ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα ρυθμίζω | θα ρυθμίζουμε, |
θα ρυθμίζομαι | θα ρυθμιζόμαστε | |
| θα ρυθμίζεις | θα ρυθμίζετε | θα ρυθμίζεσαι | θα ρυθμίζεστε, |
||
| θα ρυθμίζει | θα ρυθμίζουν(ε) | θα ρυθμίζεται | θα ρυθμίζονται | ||
| Simp Fut |
θα ρυθμίσω | θα ρυθμίσουμε, |
θα ρυθμιστώ | θα ρυθμιστούμε | |
| θα ρυθμίσεις | θα ρυθμίσετε | θα ρυθμιστείς | θα ρυθμιστείτε | ||
| θα ρυθμίσει | θα ρυθμίσουν(ε) | θα ρυθμιστεί | θα ρυθμιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ρυθμίζω | να ρυθμίζουμε, |
να ρυθμίζομαι | να ρυθμιζόμαστε |
| να ρυθμίζεις | να ρυθμίζετε | να ρυθμίζεσαι | να ρυθμίζεστε, |
||
| να ρυθμίζει | να ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζεται | να ρυθμίζονται | ||
| Aorist | να ρυθμίσω | να ρυθμίσουμε, |
να ρυθμιστώ | να ρυθμιστούμε | |
| να ρυθμίσεις | να ρυθμίσετε | να ρυθμιστείς | να ρυθμιστείτε | ||
| να ρυθμίσει | να ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμιστεί | να ρυθμιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω ρυθμίσει |
να έχουμε ρυθμίσει |
να έχω ρυθμιστεί |
να έχουμε ρυθμιστεί |
|
| να έχεις ρυθμίσει |
να έχετε ρυθμίσει |
να έχεις ρυθμιστεί |
να έχετε ρυθμιστεί |
||
| να έχει ρυθμίσει |
να έχουν ρυθμίσει |
να έχει ρυθμιστεί |
να έχουν ρυθμιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | ρύθμιζε | ρυθμίζετε | ρυθμίζεστε | |
| Aorist | ρύθμισε | ρυθμίστε | ρυθμίσου | ρυθμιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | ρυθμίζοντας | ρυθμιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένο | ρυθμισμένος, -η, -ο | ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | ρυθμίσει | ρυθμιστεί | ||