ΠΕΙΡΑΖΩ I vex |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πειράζω | πειράζουμε, πειράζομε | πειράζομαι | πειραζόμαστε |
πειράζεις | πειράζετε | πειράζεσαι | πειράζεστε, πειραζόσαστε | ||
πειράζει | πειράζουν(ε) | πειράζεται | πειράζονται | ||
Imper fect |
πείραζα | πειράζαμε | πειραζόμουν(α) | πειραζόμαστε, πειραζόμασταν | |
πείραζες | πειράζατε | πειραζόσουν(α) | πειραζόσαστε, πειραζόσασταν | ||
πείραζε | πείραζαν, πειράζαν(ε) | πειραζόταν(ε) | πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν | ||
Aorist | πείραξα | πειράξαμε | πειράχτηκα | πειραχτήκαμε | |
πείραξες | πειράξατε | πειράχτηκες | πειραχτήκατε | ||
πείραξε | πείραξαν, πειράξαν(ε) | πειράχτηκε | πειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω πειράξει |
έχουμε πειράξει |
έχω πειραχτεί |
έχουμε πειραχτεί |
|
έχεις πειράξει έχεις πειραγμένο |
έχετε πειράξει έχετε πειραγμένο |
έχεις πειραχτεί είσαι πειραγμένος, -η |
έχετε πειραχτεί είστε πειραγμένοι, -ες |
||
έχει πειράξει |
έχουν πειράξει |
έχει πειραχτεί |
έχουν πειραχτεί |
||
Plu per fect |
είχα πειράξει |
είχαμε πειράξει |
είχα πειραχτεί |
είχαμε πειραχτεί |
|
είχες πειράξει είχες πειραγμένο |
είχατε πειράξει είχατε πειραγμένο |
είχες πειραχτεί ήσουν πειραγμένος, -η |
είχατε πειραχτεί ήσαστε πειραγμένοι, -ες |
||
είχε πειράξει είχε πειραγμένο |
είχαν πειράξει είχαν πειραγμένο |
είχε πειραχτεί ήταν πειραγμένος, -η, -ο |
είχαν πειραχτεί ήταν πειραγμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα πειράζω | θα πειράζουμε, θα πειράζομε | θα πειράζομαι | θα πειραζόμαστε | |
θα πειράζεις | θα πειράζετε | θα πειράζεσαι | θα πειράζεστε, |
||
θα πειράζει | θα πειράζουν(ε) | θα πειράζεται | θα πειράζονται | ||
Simp Fut |
θα πειράξω | θα πειράξουμε, |
θα πειραχτώ | θα πειραχτούμε | |
θα πειράξεις | θα πειράξετε | θα πειραχτείς | θα πειραχτείτε | ||
θα πειράξει | θα πειράξουν(ε) | θα πειραχτεί | θα πειραχτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω πειράξει |
θα έχουμε πειράξει |
θα έχω πειραχτεί |
θα έχουμε πειραχτεί |
|
θα έχεις πειράξει θα έχεις πειραγμένο |
θα έχετε πειράξει θα έχετε πειραγμένο |
θα έχεις πειραχτεί θα είσαι πειραγμένος, -η |
θα έχετε πειραχτεί θα είστε πειραγμένοι, -ες |
||
θα έχει πειράξει θα έχει πειραγμένο |
θα έχουν πειράξει θα έχουν πειραγμένο |
θα έχει πειραχτεί θα είναι πειραγμένος, -η, -ο |
θα έχουν πειραχτεί θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πειράζω | να πειράζουμε, |
να πειράζομαι | να πειραζόμαστε |
να πειράζεις | να πειράζετε | να πειράζεσαι | να πειράζεστε, |
||
να πειράζει | να πειράζουν(ε) | να πειράζεται | να πειράζονται | ||
Aorist | να πειράξω | να πειράξουμε, |
να πειραχτώ | να πειραχτούμε | |
να πειράξεις | να πειράξετε | να πειραχτείς | να πειραχτείτε | ||
να πειράξει | να πειράξουν(ε) | να πειραχτεί | να πειραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω πειράξει |
να έχουμε πειράξει |
να έχω πειραχτεί |
να έχουμε πειραχτεί |
|
να έχεις πειράξει |
να έχετε πειράξει |
να έχεις πειραχτεί |
να έχετε πειραχτεί |
||
να έχει πειράξει |
να έχουν πειράξει |
να έχει πειραχτεί |
να έχουν πειραχτεί |
||
Imper ative |
Pres | πείραζε | πειράζετε | πειράζεστε | |
Aorist | πείραξε | πειράξτε, πειράχτε | πειράξου | πειραχτείτε | |
Part iciple |
Pres | πειράζοντας | |||
Perf | έχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένο | πειραγμένος, -η, -ο | πειραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πειράξει | πειραχτεί |