ΠΡΟΣΔΟΚΩ
I expect
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προσδοκώ προσδοκούμε προσδοκώμαι προσδοκόμαστε, προσδοκώμεθα
προσδοκάς προσδοκάτε προσδοκάσαι προσδοκάστε, προσδοκάσθε
προσδοκά προσδοκούν(ε) προσδοκάται προσδοκώνται
Imper
fect
προσδοκούσα προσδοκούσαμε
προσδοκούσες προσδοκούσατε
προσδοκούσε προσδοκούσαν(ε) προσδοκάτο προσδοκώντο
Fut
ure
Cont
inuous
θα προσδοκώ θα προσδοκούμε θα προσδοκώμαι θα προσδοκόμαστε, θα προσδοκώμεθα
θα προσδοκάς θα προσδοκάτε θα προσδοκάσαι θα προσδοκάστε, θα προσδοκάσθε
θα προσδοκά θα προσδοκούν(ε) θα προσδοκάται θα προσδοκώνται
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να προσδοκώ να προσδοκούμε να προσδοκώμαι να προσδοκόμαστε, να προσδοκώμεθα
να προσδοκάς να προσδοκάτε να προσδοκάσαι να προσδοκάστε, να προσδοκάσθε
να προσδοκά να προσδοκούν(ε) να προσδοκάται να προσδοκώνται
Imper
ative
Pres προσδοκάτε προσδοκάστε, προσδοκάσθε
Part
iciple
Pres προσδοκώντας προσδοκώμενος