ΟΔΗΓAΩ I drive |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
οδηγάω, οδηγώ |
οδηγάμε, οδηγούμε |
οδηγούμαι |
οδηγούμαστε |
| οδηγάς |
οδηγάτε |
οδηγείσαι |
οδηγείστε |
| οδηγάει, οδηγά |
οδηγάν(ε), οδηγούν(ε) |
οδηγείται |
οδηγούνται |
Imper fect |
οδηγούσα, οδήγαγα |
οδηγούσαμε, οδηγάγαμε |
οδηγούμουν |
οδηγούμαστε |
| οδηγούσες, οδήγαγες |
οδηγούσατε, οδηγάγατε |
|
|
| οδηγούσε, οδήγαγε |
οδηγούσαν(ε), οδήγαγαν, οδηγάγανε |
οδηγούνταν, οδηγείτο |
οδηγούνταν, οδηγιούντο |
| Aorist |
οδήγησα |
οδηγήσαμε |
οδηγήθηκα |
οδηγηθήκαμε |
| οδήγησες |
οδηγήσατε |
οδηγήθηκες |
οδηγηθήκατε |
| οδήγησε |
οδήγησαν, οδηγήσαν(ε) |
οδηγήθηκε |
οδηγήθηκαν, οδηγηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω οδηγήσει
έχω οδηγημένο |
έχουμε οδηγήσει
έχουμε οδηγημένο |
έχω οδηγηθεί
είμαι οδηγημένος, -η |
έχουμε οδηγηθεί
είμαστε οδηγημένοι, -ες |
έχεις οδηγήσει
έχεις οδηγημένο |
έχετε οδηγήσει
έχετε οδηγημένο |
έχεις οδηγηθεί
είσαι οδηγημένος, -η |
έχετε οδηγηθεί
είστε οδηγημένοι, -ες |
έχει οδηγήσει
έχει οδηγημένο |
έχουν οδηγήσει
έχουν οδηγημένο |
έχει οδηγηθεί
είναι οδηγημένος, -η, -ο |
έχουν οδηγηθεί
είναι οδηγημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα οδηγήσει
είχα οδηγημένο |
είχαμε οδηγήσει
είχαμε οδηγημένο |
είχα οδηγηθεί
ήμουν οδηγημένος, -η |
είχαμε οδηγηθεί
ήμαστε οδηγημένοι, -ες |
είχες οδηγήσει
είχες οδηγημένο |
είχατε οδηγήσει
είχατε οδηγημένο |
είχες οδηγηθεί
ήσουν οδηγημένος, -η |
είχατε οδηγηθεί
ήσαστε οδηγημένοι, -ες |
είχε οδηγήσει
είχε οδηγημένο |
είχαν οδηγήσει
είχαν οδηγημένο |
είχε οδηγηθεί
ήταν οδηγημένος, -η, -ο |
είχαν οδηγηθεί
ήταν οδηγημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα οδηγάω, θα οδηγώ |
θα οδηγάμε, θα οδηγούμε |
θα οδηγούμαι |
θα οδηγούμαστε |
| θα οδηγάς |
θα οδηγάτε |
θα οδηγείσαι |
θα οδηγείστε |
| θα οδηγάει, θα οδηγά |
θα οδηγάνε, θα οδηγάν, θα οδηγούν(ε) |
θα οδηγείται |
θα οδηγούνται |
Simp Fut |
θα οδηγήσω |
θα οδηγήσουμε, θα οδηγήσομε |
θα οδηγηθώ |
θα οδηγηθούμε |
| θα οδηγήσεις |
θα οδηγήσετε |
θα οδηγηθείς |
θα οδηγηθείτε |
| θα οδηγήσει |
θα οδηγήσουν(ε) |
θα οδηγηθεί |
θα οδηγηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω οδηγήσει
θα έχω οδηγημένο |
θα έχουμε οδηγήσει
θα έχουμε οδηγημένο |
θα έχω οδηγηθεί
θα είμαι οδηγημένος, -η |
θα έχουμε οδηγηθεί
θα είμαστε οδηγημένοι, -ες |
θα έχεις οδηγήσει
θα έχεις οδηγημένο |
θα έχετε οδηγήσει
θα έχετε οδηγημένο |
θα έχεις οδηγηθεί
θα είσαι οδηγημένος, -η |
θα έχετε οδηγηθεί
θα είστε οδηγημένοι, -η |
θα έχει οδηγήσει
θα έχει οδηγημένο |
θα έχουν οδηγήσει
θα έχουν οδηγημένο |
θα έχει οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένος, -η, -ο |
θα έχουν οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να οδηγάω, να οδηγώ |
να οδηγάμε, να οδηγούμε |
να οδηγούμαι |
να οδηγούμαστε |
| να οδηγάς |
να οδηγάτε |
να οδηγείσαι |
να οδηγείστε |
| να οδηγάει, να οδηγά |
να οδηγάνε, να οδηγάν, να οδηγούν(ε) |
να οδηγείται |
να οδηγούνται |
| Aorist |
να οδηγήσω |
να οδηγήσουμε, να οδηγήσομε |
να οδηγηθώ |
να οδηγηθούμε |
| να οδηγήσεις |
να οδηγήσετε |
να οδηγηθείς |
να οδηγηθείτε |
| να οδηγήσει |
να οδηγήσουν(ε) |
να οδηγηθεί |
να οδηγηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω οδηγήσει
να έχω οδηγημένο |
να έχουμε οδηγήσει
να έχουμε οδηγημένο |
να έχω οδηγηθεί
να είμαι οδηγημένος, -η |
να έχουμε οδηγηθεί
να είμαστε οδηγημένοι, -ες |
να έχεις οδηγήσει
να έχεις οδηγημένο |
να έχετε οδηγήσει
να έχετε οδηγημένο |
να έχεις οδηγηθεί
να είσαι οδηγημένος, -η |
να έχετε οδηγηθεί
να είστε οδηγημένοι, -ες |
να έχει οδηγήσει
να έχει οδηγημένο |
να έχουν οδηγήσει
να έχουν οδηγημένο |
να έχει οδηγηθεί
να είναι οδηγημένος, -η, -ο |
να έχουν οδηγηθεί
να είναι οδηγημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
οδηγείτε |
|
οδηγείστε |
| Aorist |
οδήγησε |
οδηγήστε, οδηγήσετε |
οδηγήσου |
οδηγηθείτε |
Part iciple |
Pres |
οδηγώντας |
|
|
| Perf |
έχοντας οδηγήσει
έχοντας οδηγημένο |
οδηγημένος, -η, -ο |
οδηγημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
οδηγήσει |
οδηγηθεί |