ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΩ I legalize | 
Active | 
Passive | 
| Singular | 
Plural | 
Singular | 
Plural | 
I N D I C A T I V E | 
Pres ent | 
νομιμοποιώ | 
νομιμοποιούμε | 
νομιμοποιούμαι | 
νομιμοποιούμαστε, νομιμοποιόμαστε | 
| νομιμοποιείς | 
νομιμοποιείτε | 
νομιμοποιείσαι | 
νομιμοποιείστε, νομιμοποιόσαστε | 
| νομιμοποιεί | 
νομιμοποιούν(ε) | 
νομιμοποιείται | 
νομιμοποιούνται | 
Imper fect | 
νομιμοποιούσα | 
νομιμοποιούσαμε | 
νομιμοποιούμουν 
     νομιμοπιόμουν(α) | 
νομιμοποιούμαστε 
    νομιμοποιόμαστε, νομιμοποιόμασταν | 
| νομιμοποιούσες | 
νομιμοποιούσατε | 
νομιμοποιόσουν(α) | 
νομιμοποιόσαστε, νομιμοποιόσασταν | 
| νομιμοποιούσε | 
νομιμοποιούσαν(ε) | 
νομιμοποιούνταν, νομιμοποιείτο 
     νομιμοποιόταν(ε) | 
νομιμοποιούνταν, νομιμοποιούντο 
     νομιμοποιόνταν(ε), νομιμοποιόντουσαν | 
| Aorist | 
νομιμοποίησα | 
νομιμοποιήσαμε | 
νομιμοποιήθηκα | 
νομιμοποιηθήκαμε | 
| νομιμοποίησες | 
νομιμοποιήσατε | 
νομιμοποιήθηκες | 
νομιμοποιηθήκατε | 
| νομιμοποίησε | 
νομιμοποίησαν, νομιμοποιήσαν(ε) | 
νομιμοποιήθηκε | 
νομιμοποιήθηκαν, νομιμοποιηθήκαν(ε) | 
Perf ect | 
έχω     νομιμοποιήσει 
     έχω     νομιμοποιημένο | 
έχουμε  νομιμοποιήσει 
     έχουμε  νομιμοποιημένο | 
έχω     νομιμοποιηθεί 
     είμαι   νομιμοποιημένος, -η | 
έχουμε  νομιμοποιηθεί 
     είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
έχεις νομιμοποιήσει 
     έχεις νομιμοποιημένο | 
έχετε νομιμοποιήσει 
     έχετε νομιμοποιημένο | 
έχεις νομιμοποιηθεί 
     είσαι νομιμοποιημένος, -η | 
έχετε νομιμοποιηθεί 
     είστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
έχει  νομιμοποιήσει 
     έχει  νομιμοποιημένο | 
έχουν νομιμοποιήσει 
     έχουν νομιμοποιημένο | 
έχει  νομιμοποιηθεί 
     είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο | 
έχουν νομιμοποιηθεί 
     είναι νομιμοποιημένοι, -ές, -α | 
Plu perf ect | 
είχα   νομιμοποιήσει 
     είχα   νομιμοποιημένο | 
είχαμε νομιμοποιήσει 
     είχαμε νομιμοποιημένο | 
είχα   νομιμοποιηθεί 
     ήμουν  νομιμοποιημένος, -η | 
είχαμε νομιμοποιηθεί 
     ήμαστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
είχες  νομιμοποιήσει 
     είχες  νομιμοποιημένο | 
είχατε νομιμοποιήσει 
     είχατε νομιμοποιημένο | 
είχες  νομιμοποιηθεί 
     ήσουν  νομιμοποιημένος, -η | 
είχατε νομιμοποιηθεί 
     ήσαστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
είχε  νομιμοποιήσει 
     είχε  νομιμοποιημένο | 
είχαν νομιμοποιήσει 
     είχαν νομιμοποιημένο | 
είχε  νομιμοποιηθεί 
     ήταν  νομιμοποιημένος, -η, -ο | 
είχαν νομιμοποιηθεί 
     ήταν  νομιμοποιημένοι, -ες, -α | 
Fut ure Cont inuous | 
θα νομιμοποιώ | 
θα νομιμοποιούμε | 
θα νομιμοποιούμαι | 
θα νομιμοποιούμαστε, θα νομιμοποιόμαστε | 
| θα νομιμοποιείς | 
θα νομιμοποιείτε | 
θα νομιμοποιείσαι | 
θα νομιμοποιείστε, θα νομιμοποιόσαστε | 
| θα νομιμοποιεί | 
θα νομιμοποιούν(ε) | 
θα νομιμοποιείται | 
θα νομιμοποιούνται | 
Simp Fut | 
θα νομιμοποιήσω | 
θα νομιμοποιήσουμε | 
θα νομιμοποιηθώ | 
θα νομιμοποιηθούμε | 
| θα νομιμοποιήσεις | 
θα νομιμοποιήσετε | 
θα νομιμοποιηθείς | 
θα νομιμοποιηθείτε | 
| θα νομιμοποιήσει | 
θα νομιμοποιήσουν(ε) | 
θα νομιμοποιηθεί | 
θα νομιμοποιηθούν(ε) | 
Fut Perf | 
θα έχω     νομιμοποιήσει 
     θα έχω     νομιμοποιημένο | 
θα έχουμε  νομιμοποιήσει  
     θα έχουμε  νομιμοποιημένο | 
θα έχω     νομιμοποιηθεί 
     θα είμαι   νομιμοποιημένος, -η | 
θα έχουμε  νομιμοποιηθεί 
     θα είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
θα έχεις νομιμοποιήσει 
     θα έχεις νομιμοποιημένο | 
θα έχετε νομιμοποιήσει 
     θα έχετε νομιμοποιημένο | 
θα έχεις νομιμοποιηθεί 
     θα είσαι νομιμοποιημένος, -η | 
θα έχετε νομιμοποιηθεί 
     θα είστε νομιμοποιημένοι, -η | 
θα έχει  νομιμοποιήσει 
     θα έχει  νομιμοποιημένο | 
θα έχουν νομιμοποιήσει 
     θα έχουν νομιμοποιημένο | 
θα έχει  νομιμοποιηθεί 
     θα είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο | 
θα έχουν νομιμοποιηθεί 
     θα είναι νομιμοποιημένοι, -ες, -α | 
S U B J U N C T I V E | 
Pres ent | 
να νομιμοποιώ | 
να νομιμοποιούμε | 
να νομιμοποιούμαι | 
να νομιμοποιούμαστε, να νομιμοποιόμαστε | 
| να νομιμοποιείς | 
να νομιμοποιείτε | 
να νομιμοποιείσαι | 
να νομιμοποιείστε, να νομιμοποιόσαστε | 
| να νομιμοποιεί | 
να νομιμοποιούν(ε) | 
να νομιμοποιείται | 
να νομιμοποιούνται | 
| Aorist | 
να νομιμοποιήσω | 
να νομιμοποιήσουμε, να νομιμοποιήσομε | 
να νομιμοποιηθώ | 
να νομιμοποιηθούμε | 
| να νομιμοποιήσεις | 
να νομιμοποιήσετε | 
να νομιμοποιηθείς | 
να νομιμοποιηθείτε | 
| να νομιμοποιήσει | 
να νομιμοποιήσουν(ε) | 
να νομιμοποιηθεί | 
να νομιμοποιηθούν(ε) | 
| Perf | 
να έχω     νομιμοποιήσει 
     να έχω     νομιμοποιημένο | 
να έχουμε  νομιμοποιήσει 
     να έχουμε  νομιμοποιημένο | 
να έχω     νομιμοποιηθεί 
     να είμαι   νομιμοποιημένος, -η | 
να έχουμε  νομιμοποιηθεί 
     να είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
να έχεις νομιμοποιήσει 
     να έχεις νομιμοποιημένο | 
να έχετε νομιμοποιήσει 
     να έχετε νομιμοποιημένο | 
να έχεις νομιμοποιηθεί 
     να είσαι νομιμοποιημένος, -η | 
να έχετε νομιμοποιηθεί 
     να είστε νομιμοποιημένοι, -ες | 
να έχει  νομιμοποιήσει 
     να έχει  νομιμοποιημένο | 
να έχουν νομιμοποιήσει 
     να έχουν νομιμοποιημένο | 
να έχει  νομιμοποιηθεί 
     να είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο | 
να έχουν νομιμοποιηθεί 
     να είναι νομιμοποιημένοι, -ες, -α | 
Imper ative | 
Pres | 
 | 
νομιμοποιείτε | 
 | 
νομιμοποιείστε | 
| Aorist | 
νομιμοποίησε | 
νομιμοποιήστε, νομιμοποιήσετε | 
νομιμοποιήσου | 
νομιμοποιηθείτε | 
Part iciple | 
Pres | 
νομιμοποιώντας | 
 | 
| Perf | 
έχοντας νομιμοποιήσει, έχοντας νομιμοποιημένο | 
νομιμοποιημένος, -η, -ο | 
νομιμοποιημένοι, -ες, -α | 
| Infin | 
Aorist | 
νομιμοποιήσει | 
νομιμοποιηθεί |