ΜΑΝΤΕΥΩ
I guess
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μαντεύω μαντεύουμε, μαντεύομε
μαντεύεις μαντεύετε
μαντεύει μαντεύουν(ε)
Imper
fect
μάντευα μαντεύαμε
μάντευες μαντεύατε
μάντευε μάντευαν, μαντεύαν(ε)
Aorist μάντεψα μαντέψαμε
μάντεψες μαντέψατε
μάντεψε μάντεψαν, μαντέψαν(ε)
Per
fect
έχω μαντέψει έχουμε μαντέψει
έχεις μαντέψει έχετε μαντέψει
έχει μαντέψει έχουν μαντέψει
Plu
per
fect
είχα μαντέψει είχαμε μαντέψει
είχες μαντέψει είχατε μαντέψει
είχε μαντέψει είχαν μαντέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μαντεύω θα μαντεύουμε, θα μαντεύομε
θα μαντεύεις θα μαντεύετε
θα μαντεύει θα μαντεύουν(ε)
Simp
Fut
θα μαντέψω θα μαντέψουμε, θα μαντέψομε
θα μαντέψεις θα μαντέψετε
θα μαντέψει θα μαντέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μαντέψει θα έχουμε μαντέψει
θα έχεις μαντέψει θα έχετε μαντέψει
θα έχει μαντέψει θα έχουν μαντέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μαντεύω να μαντεύουμε, να μαντεύομε
να μαντεύεις να μαντεύετε
να μαντεύει να μαντεύουν(ε)
Aorist να μαντέψω να μαντέψουμε, να μαντέψομε
να μαντέψεις να μαντέψετε
να μαντέψει να μαντέψουν(ε)
Perf να έχω μαντέψει να έχουμε μαντέψει
να έχεις μαντέψει να έχετε μαντέψει
να έχει μαντέψει να έχουν μαντέψει
Imper
ative
Pres μάντευε μαντεύετε
Aorist μάντεψε μαντέψτε, μαντεύτε
Part
iciple
Pres μαντεύοντας
Perf έχοντας μαντέψει
Infin Aorist μαντέψει