ΛΟΥΖΩ I bathe |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
λούζω | λούζουμε, λούζομε | λούζομαι | λουζόμαστε |
λούζεις | λούζετε | λούζεσαι | λούζεστε, λουζόσαστε | ||
λούζει | λούζουν(ε) | λούζεται | λούζονται | ||
Imper fect |
έλουζα | λούζαμε | λουζόμουν(α) | λουζόμαστε, λουζόμασταν | |
έλουζες | λούζατε | λουζόσουν(α) | λουζόσαστε, λουζόσασταν | ||
έλουζε | έλουζαν, λούζαν(ε) | λουζόταν(ε) | λούζονταν, λουζόντανε, λουζόντουσαν | ||
Aorist | έλουσα | λούσαμε | λούστηκα | λουστήκαμε | |
έλουσες | λούσατε | λούστηκες | λουστήκατε | ||
έλουσε | έλουσαν, λούσαν(ε) | λούστηκε | λούστηκαν, λουστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω λούσει έχω λουσμένο |
έχουμε λούσει έχουμε λουσμένο |
έχω λουστεί είμαι λουσμένος, -η |
έχουμε λουστεί είμαστε λουσμένοι, -ες |
|
έχεις λούσει έχεις λουσμένο |
έχετε λούσει έχετε λουσμένο |
έχεις λουστεί είσαι λουσμένος, -η |
έχετε λουστεί είστε λουσμένοι, -ες |
||
έχει λούσει έχει λουσμένο |
έχουν λούσει έχουν λουσμένο |
έχει λουστεί είναι λουσμένος, -η, -ο |
έχουν λουστεί είναι λουσμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα λούσει είχα λουσμένο |
είχαμε λούσει είχαμε λουσμένο |
είχα λουστεί ήμουν λουσμένος, -η |
είχαμε λουστεί ήμαστε λουσμένοι, -ες |
|
είχες λούσει είχες λουσμένο |
είχατε λούσει είχατε λουσμένο |
είχες λουστεί ήσουν λουσμένος, -η |
είχατε λουστεί ήσαστε λουσμένοι, -ες |
||
είχε λούσει είχε λουσμένο |
είχαν λούσει είχαν λουσμένο |
είχε λουστεί ήταν λουσμένος, -η, -ο |
είχαν λουστεί ήταν λουσμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα λούζω | θα λούζουμε, θα λούζομε | θα λούζομαι | θα λουζόμαστε | |
θα λούζεις | θα λούζετε | θα λούζεσαι | θα λούζεστε, θα λουζόσαστε | ||
θα λούζει | θα λούζουν(ε) | θα λούζεται | θα λούζονται | ||
Simp Fut |
θα λούσω | θα λούσουμε, θα λούζομε | θα λουστώ | θα λουστούμε | |
θα λούσεις | θα λούσετε | θα λουστείς | θα λουστείτε | ||
θα λούσει | θα λούσουν(ε) | θα λουστεί | θα λουστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω λούσει θα έχω λουσμένο |
θα έχουμε λούσει θα έχουμε λουσμένο |
θα έχω λουστεί θα είμαι λουσμένος, -η |
θα έχουμε λουστεί θα είμαστε λουσμένοι, -ες |
|
θα έχεις λούσει θα έχεις λουσμένο |
θα έχετε λούσει θα έχετε λουσμένο |
θα έχεις λουστεί θα είσαι λουσμένος, -η |
θα έχετε λουστεί θα είστε λουσμένοι, -ες |
||
θα έχει λούσει θα έχει λουσμένο |
θα έχουν λούσει θα έχουν λουσμένο |
θα έχει λουστεί θα είναι λουσμένος, -η, -ο |
θα έχουν λουστεί θα είναι λουσμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να λούζω | να λούζουμε, να λούζομε | να λούζομαι | να λουζόμαστε |
να λούζεις | να λούζετε | να λούζεσαι | να λούζεστε, να λουζόσαστε | ||
να λούζει | να λούζουν(ε) | να λούζεται | να λούζονται | ||
Aorist | να λούσω | να λούσουμε, να λούσομε | να λουστώ | να λουστούμε | |
να λούσεις | να λούσετε | να λουστείς | να λουστείτε | ||
να λούσει | να λούσουν(ε) | να λουστεί | να λουστούν(ε) | ||
Perf | να έχω λούσει να έχω λουσμένο |
να έχουμε λούσει να έχουμε λουσμένο |
να έχω λουστεί να είμαι λουσμένος, -η |
να έχουμε λουστεί να είμαστε λουσμένοι, -ες |
|
να έχεις λούσει να έχεις λουσμένο |
να έχετε λούσει να έχετε λουσμένο |
να έχεις λουστεί να είσαι λουσμένος, -η |
να έχετε λουστεί να είστε λουσμένοι, -ες |
||
να έχει λούσει να έχει λουσμένο |
να έχουν λούσει να έχουν λουσμένο |
να έχει λουστεί να είναι λουσμένος, -η, -ο |
να έχουν λουστεί να είναι λουσμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | λούζε | λούζετε | λούζεστε | |
Aorist | λούσε | λούστε | λούσου | λουστείτε | |
Part iciple |
Pres | λούζοντας | λουζόμενος | ||
Perf | έχοντας λούσει, έχοντας λουσμένο | λουσμένος, -η, -ο | λουσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λούσει | λουστεί |